Ανήλικοι – θύματα, Ανήλικοι- Παραβάτες: Μια σχέση αλληλεπίδρασης

Ανήλικοι – θύματα, Ανήλικοι- Παραβάτες: Μια σχέση αλληλεπίδρασης

Της Βάσως Αρτινοπούλου
A ν. Καθηγήτριας Εγκληματολογίας, Τμ. Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου

Σχετικά με τη θυματοποίηση των ανηλίκων, από έρευνες που έχουν γίνει στην Ελλάδα και αφορούν γενικό δείγμα νέων (Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού) διαπιστώθηκε ότι το 15% των κοριτσιών και το 12% περίπου των αγοριών έχει υποστεί σεξουαλική θυματοποίηση με την ευρύτερη σημασία του όρου. Τρία στα τέσσερα κορίτσια και εννέα στα δέκα αγόρια δεν μιλούν για τα γεγονότα που έζησαν, βεβαίως από φόβο. Ένα στα 25 κορίτσια και ένα στα 33 αγόρια έχουν υποστεί βιασμό, αιμομιξία ή και απόπειρα αιμομιξίας και, βεβαίως, ένας τους τέσσερις δράστες είναι μέλος της οικογένειας ή ένας στους δύο δράστες είναι γνωστός στο θύμα ή μέλος της οικογένειας. Καταρρίπτεται από τις έρευνες ο μύθος του άγνωστου δράστη που προσπαθεί να παραπλανήσει τα θύματά του. Οκτώ στις δέκα φορές το παιδί-θύμα έχει υποστεί επαναλαμβανόμενες πράξεις κακομεταχείρισης.

Στο σχολικό περιβάλλον το ερώτημα παραμένει: Το σχολείο παράγει καθεαυτό ως σύστημα τη βία ή αναπαράγει την ευρύτερη βία της κοινωνίας και της οικογένειας; Κατά τη γνώμη μου, ισχύουν και τα δύο, σε διαφορετικό βαθμό και ανάλογα με το πλαίσιο και την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και του σχολικού κλίματος. Συνήθως αναπαράγει την ευρύτερη βία, αφού το σχολείο είναι ένας καθρέφτης της ευρύτερης κοινωνίας. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μπορεί να παράγει και βία, όταν υπάρχει πολύ χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, όταν οι σχέσεις μεταξύ των μαθητών και μεταξύ των δασκάλων είναι πάρα πολύ άσχημες και γενικώς όταν έχει αποτύχει η εκπαιδευτική διαδικασία. Υπάρχει μια διαρκής ανταλλαγή ρόλων μεταξύ ανηλίκων θυμάτων βίας στο σχολείο και δραστών βίας στο σχολείο. Βλέπουμε ότι τα παιδιά που δημιουργούν προβλήματα, προϋπήρξαν θύματα βίας. Συχνότερη μορφή στα σχολεία είναι ο βανδαλισμός και έπονται κλοπές, επιθέσεις και παρενοχλήσεις (Αρτινοπούλου, 2001).

Η βία, λοιπόν, αναπαράγεται από την οικογένεια που είναι ένας χώρος εκμάθησης της βίας, μεταβιβάζει τις κοινωνικές αξίες και νομιμοποιεί τη βία ως μέσο πειθαρχίας.

Παρατηρείται επίσης συλλογική αποδοχή και εξύψωση της βίας από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Υπάρχει βία στον αθλητισμό, υπάρχει βία στην πολιτική, υπάρχει βία στο στρατό. Περιλαμβάνονται επίσης και οι αυτοκτονίες (τετελεσμένες ή/και απόπειρες) που είναι μια μορφή επιθετικότητας, που στρέφεται κατά του ίδιου μας του εαυτού. Υπάρχει μια σαφής κυκλική διαδικασία αναπαραγωγής της βίας.

 

Οι συνέπειες είναι πάρα πολλές στα παιδιά θύματα και κυμαίνονται από ψυχοσωματικές διαταραχές έως κατάθλιψη, από χαμηλή αυτοεκτίμηση έως διαταραχές ύπνου, από απόπειρες αυτοκτονίας ή τετελεσμένες αυτοκτονίες έως τη χρήση τοξικών ουσιών και εθισμό.

Σε ό,τι αφορά τους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς των ανηλίκων, πέραν της θυματοποίησης, πρέπει να αναφέρουμε τους συναισθηματικούς παράγοντες καθώς και εκείνους που αφορούν τη λειτουργία των θεσμών, όπως το σχολείο και η τοπική κοινωνία, αφού οι έρευνες δείχνουν ότι σ’ ένα μεγάλο βαθμό ότι οι ανήλικοι παραβάτες έχουν διακόψει το σχολείο και δεν έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση . Η χαμηλή ακαδημαϊκή απόδοση, η έλλειψη στόχων και φιλοδοξιών από τους ανηλίκους σε κίνδυνο, το υπο-πολιτισμικό περιβάλλον στη γειτονιά και οι επιδράσεις των συνομηλίκων είναι μερικοί από τους παράγοντες κινδύνου. Οι έρευνες δείχνουν ότι το οικογενειακό υπόβαθρο μπορεί να είναι πολύ καλό, ωστόσο η επίδραση της παρέας και των συνομηλίκων συχνά αίρει τις αρχές και της αξίες που έχει μεταβιβάσει η οικογένεια στον ανήλικο. Οι οικογενειακοί παράγοντες κινδύνου εστιάζονται στην απόσταση και την αποτυχία των σχέσεων της επικοινωνίας μεταξύ γονέων και παιδιών, σε οικογένειες όπου και οι δύο γονείς είναι ανήλικοι ή πολύ νεαροί σε ηλικία οπότε δεν υπάρχει η απαιτούμενη ωριμότητα για την ανατροφή των παιδιών τους.

Σήμερα, η εικόνα των ανηλίκων παραβατών δείχνει, ότι 80% των περιπτώσεων της παραβατικότητας αφορά παραβιάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Το εντυπωσιακό και ταυτόχρονα πολύ δυσάρεστο στοιχείο που πρέπει να αναφέρουμε είναι η αύξηση των ανηλίκων παραβατών που κάνουν χρήση ουσιών, αύξηση σε επιθέσεις και ληστείες.

Ποιοι είναι οι ανήλικοι παραβάτες; Είναι αγόρια στο 97% των περιπτώσεων ηλικίας 14 έως 17 ετών, προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και από δυσλειτουργικές οικογένειες, χρήστες τοξικών ουσιών στην πλειοψηφία τους, έχουν εγκαταλείψει το σχολείο ή έχουν χαμηλή απόδοση στα μαθήματα και αδικαιολόγητες απουσίες. Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από τη Στατιστική της Αστυνομίας και κυρίως από τα δικαστήρια ανηλίκων. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί εδώ είναι, αν όντως τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα παίζουν κάποιο πολύ σημαντικό ρόλο στο ζήτημα αυτό.

Αν και το ζήτημα της βίας και της παραβατικότητας είναι διαταξικό, ωστόσο οι ανήλικοι που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα επισημαίνονται πιο εύκολα από τις διωκτικές αρχές. Και όταν έχουμε περιστατικά θυματοποίησης ανηλίκων μέσα στην οικογένεια π.χ. από οικογένειες που ανήκουν σε υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, τα παιδιά παρακολουθούνται από ιδιώτες παιδοψυχολόγους ή παιδοψυχίατρους ή άλλους επαγγελματίες υγείας και δεν παραπέμπονται σε κοινωνικές υπηρεσίες ή την αστυνομία. Γι’ αυτό ενδεχομένως να βλέπουμε, ότι υπάρχει μια υπεραντιπροσωπευτικότητα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων στα δείγματα των κοινωνικών υπηρεσιών ή των δικαστηρίων. Αυτό δεν σημαίνει, ότι το πρόβλημα περιορίζεται εκεί. Το πρόβλημα είναι διαταξικό, αυτό που αλλάζει είναι η θεατότητα, η επισήμανση και αντιμετώπιση.

Πρέπει επίσης να θυμόμαστε, ότι όταν παρεμβαίνουμε στιγματίζοντας το παιδί, τον ανήλικο ή και την οικογένεια, είναι λάθος. Οποιαδήποτε παρέμβαση πρέπει να είναι έγκαιρη (ίσον πρόληψη), ελάχιστη, ακριβώς για να μη στιγματίσουμε το παιδί, και κατάλληλη, να εμπλέκονται δηλαδή κατάλληλα εκπαιδευμένοι επαγγελματίες.

Πηγή: ΕΛ.ΑΣ

Σχετικά Άρθρα