Ο αριθμός των υποθέσεων για εγκλήματα σεξουαλικού περιεχομένου – μόνο για τον μήνα Οκτώβριο και μόνο στα δύο ακροατήρια του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας – προκαλεί εντύπωση αλλά και ανησυχία, καθώς αποτυπώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι ο «δείκτης» τέτοιων παραβατικών συμπεριφορών έχει ανέβει επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια.
Με μία απλή ανάγνωση στα πινάκια που είναι αναρτημένα έξω από κάθε δικαστική αίθουσα διαπιστώνει κανείς ότι σε κάθε συνεδρίαση ήταν προσδιορισμένη τουλάχιστον από μία τέτοια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης.
Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν υπήρχε καμία συνεδρίαση σε κανένα από τα δύο Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια, με έδρα την οδό Λουκάρεως πίσω από το Εφετείο, που να μην υπήρχαν προς εκδίκαση τέτοιου είδους υποθέσεις, ενώ σε κάποιες δικασίμους υπήρχαν δύο ή και τρεις υποθέσεις με κατηγορουμένους που είχαν παραβιάσει τις διατάξεις του νόμου περί γενετήσιας αξιοπρέπειας και ελευθερίας.
Οι αριθμοί και εδώ μιλούν από μόνοι τους, μαρτυρώντας την αύξηση των εγκλημάτων σεξουαλικής βίας και κακοποίησης που φτάνουν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Συγκεκριμένα, με βάση τις αναγραφόμενες υποθέσεις στα δύο πινάκια των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων εκδικάζονται τα αδικήματα, τον μήνα Οκτώβριο είχαν προσδιοριστεί εννέα υποθέσεις για βιασμό, δύο υποθέσεις για απόπειρα βιασμού, οκτώ υποθέσεις για πορνογραφία, τέσσερις υποθέσεις για κατάχρηση σε ασέλγεια, τρεις υποθέσεις για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και από μία υπόθεση για αποπλάνηση ανηλίκου και απόπειρα πορνογραφικής παράστασης ανηλίκου.
Με το δεδομένο ότι οι αριθμοί αυτοί αφορούν το ποινικό αποτύπωμα μόνο για το δικαστήριο της Αθήνας, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι οι εκκρεμείς συναφείς δικογραφίες είναι πολλαπλάσιες, αν προσθέσει κανείς και τις υποθέσεις που εισάγονται προς εκδίκαση στα περιφερειακά δικαστήρια της χώρας.
Η σεξουαλική κακοποίηση και τα σεξουαλικά εγκλήματα, όπως προκύπτει και από το σύνολο των δικογραφιών που έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη, έχουν εισβάλει στην καθημερινότητα και λαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Τα περιστατικά είναι καθημερινά και το τελευταίο διάστημα έχουν καταγραφεί και δημοσιοποιηθεί πολλά τέτοια εγκλήματα.
Η μεγαλύτερη δυσκολία για να φτάσει το θύμα να διανύσει τη μεγάλη απόσταση από την τέλεση της πράξης μέχρι την καταγγελία είναι η απόφαση του ιδίου να περάσει από τη σφαίρα του «σιωπηλού μάρτυρα» στο πεδίο του μάρτυρα κατηγορίας, ζητώντας την ικανοποίηση του αυτονόητου δικαιώματός του, που ταυτόχρονα αποτελεί και υποχρέωση της Πολιτείας, για την απόδοση δικαιοσύνης και την τιμωρία του δράστη της κακοποίησής του.
Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, μάλιστα, τον τελευταίο χρόνο, ιδιαίτερα μετά την εδραίωση του κινήματος του #MeToo και στη χώρα μας και τις αποκαλύψεις από την ολυμπιονίκη Σοφία Μπεκατώρου, όπως έχει φανεί, ολοένα και περισσότερα θύματα επιλέγουν την προσφυγή στον θεσμό της Δικαιοσύνης.
Οι πρόσφατες εξελίξεις με το ελληνικό #MeToo και τα γρήγορα αντανακλαστικά ως προς τη διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων έχουν ανοίξει τον ασκό του Αιόλου καθώς, εκτός των άλλων, παρατηρείται αύξηση των αναφορών και των ανώνυμων μαρτυριών σε γραμμές βοήθειας, ψυχολόγους ή ακόμα και συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα.
Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε υποθέσεις όπου θύτες και θύματα προέρχονται από τον χώρο του θεάτρου, του αθλητισμού ή άλλους προβεβλημένους χώρους. Συμβαίνει και σε υποθέσεις όπου οι «πρωταγωνιστές» των εγκληματικών αυτών πράξεων είναι, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας».
Θεσμικές πρωτοβουλίες
Η αύξηση των εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, των διαφόρων μορφών ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και των γυναικοκτονιών που έχουν χτυπήσει… κόκκινο τους τελευταίους μήνες, οδήγησαν τη κυβέρνηση σε μία σειρά από θεσμικές πρωτοβουλίες για την αυστηρότερη τιμωρία των δραστών, αλλά και παρεμβάσεις για την επιμήκυνση της παραγραφής, ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι ανήλικα.
Οι προωθούμενες τροποποιήσεις, τις οποίες παρουσίασε πρόσφατα ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας στο πλαίσιο αλλαγών του Ποινικού Κώδικα, επιχειρούν να βελτιώσουν γενικά το ποινικό «οπλοστάσιο» κατά της εγκληματικότητας, ιδιαίτερα σε μια χρονική περίοδο όπου εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης τελούνται και αποκαλύπτονται πλέον συχνότερα σε σχέση με το παρελθόν.