Για την διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης, μίλησε ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Νότης Μηταράκης κατά την διάρκεια τοποθέτησής του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Ο κ. Μηταράκης συμμετείχε στην συζήτηση με θέμα «Χτίζοντας μία ασφαλή, δίκαιη και υπεύθυνη μεταναστευτική πολιτική για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες» με τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο της Αυστρίας, κ. Karl Nehammer, τον Γενικό Γραμματέα του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, κ. Antonio Vitorino και τον Προϊστάμενο διοικητικής μονάδας «Οριζόντιες Πολιτικές» και Επικεφαλής του γραφείου της Αθήνας στη Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG REFORM), κ. Ιωάννη Χατζηγιάννη.
Η άτυπη μετάφραση των δηλώσεων του κ. Νότη Μηταράκη:
Κατ’ αρχάς, είναι αλήθεια ότι κατά την περίοδο 2015-1019 η Ελλάδα είχε κατακλυστεί από υψηλό επίπεδο αφίξεων, είχαμε υπερπλήρεις δομές που δεν προσέφεραν κατάλληλες συνθήκες στους ανθρώπους που ζητούσαν διεθνή προστασία. Επικεντρωθήκαμε το 2019 σε δύο στόχους. Πρώτον, στη μείωση του συνολικού επιπέδου των αφίξεων στην ΕΕ μέσω της Ελλάδας και δεύτερον στην μείωση των επιπτώσεων της μεταναστευτικής κρίσης στις τοπικές κοινωνίες, δημιουργώντας μικρότερες και αποτελεσματικότερες δομές φιλοξενίας με τη βοήθεια της ΕΕ και τη χρηματοδότηση της DG HOME.
Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω, καθώς πλησιάζω στο τέλος της θητείας μου στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, τόσο τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο της Δημοκρατίας της Αυστρίας για την τεράστια έμπρακτη στήριξη που παρείχε στα σύνορά μας στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020, όσο και τον ΔΟΜ υπό την ηγεσία του Antonio Vitorino, τον οποίο η Ελλάδα στηρίζει ξεκάθαρα στην επανεκλογή του, για όλη τη στήριξη που μας παρείχε ο ΔΟΜ στην Ελλάδα.
Σκεπτόμενοι τη μεταναστευτική κρίση, ας είμαστε ξεκάθαροι. Η μετανάστευση θα είναι ένα φαινόμενο που δεν θα σταματήσει ποτέ. Και τα προβλήματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να σταματήσουν. Είναι υγιές να υπάρχουν άνθρωποι που μεταναστεύουν σε όλο τον κόσμο, αλλά με κανόνες. Η Ελλάδα οραματίζεται η Ευρώπη να παρέχει περισσότερους ανθρωπιστικές διόδους για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη και επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα μετά την πτώση του κυβερνητικού καθεστώτος στην Καμπούλ, ήταν από τις πρώτες χώρες της ΕΕ που προσέφεραν άμεσα ανθρωπιστικές βίζες για 1.000 ανθρώπους να έρθουν στην Ελλάδα από το Αφγανιστάν.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα πρωτοστατεί στην υπογραφή διμερών συμφωνιών με χώρες όπως το Μπαγκλαντές και η Αίγυπτος για την εξασφάλιση νόμιμων οδών για την είσοδο των ανθρώπων στην Ευρώπη. Επίσης, υποστηρίζουμε την ορθή εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης του 2016 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Δημοκρατίας της Τουρκίας, βάσει του οποίου τόσο η ΕΕ -έχω μιλήσει πολύ έντονα γι’ αυτό- όσο και η Τουρκία έχουν κάνει συγκεκριμένες παραχωρήσεις για την άμβλυνση της μεταναστευτικής κρίσης. Αλλά ας είμαστε ξεκάθαροι ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους διακινητές να είναι αυτοί που αποφασίζουν ποιος έρχεται και ζει στην Ευρώπη. Και αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση. Η Ευρώπη πρέπει να προστατεύσει τα εξωτερικά της σύνορα και πρέπει να συνεργαστούμε με τις χώρες της περιοχής για να κάνουν και αυτές το ίδιο.
Τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν διάφοροι οργανισμοί που προσπαθούν να δημιουργήσουν νέο Διεθνές Δίκαιο. Νομίζω ότι πρέπει να επιμείνουμε στα βασικά στοιχεία της Σύμβασης της Γενεύης. Η Σύμβαση της Γενεύης είναι η κατευθυντήρια δύναμη για το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Κάποιοι προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι υπάρχει αυτόματο δικαίωμα πρόσβασης στο ευρωπαϊκό έδαφος, ότι οι άνθρωποι έχουν αυτόματο δικαίωμα να διασχίζουν τα σύνορα και να έρχονται στην ΕΕ. Αν αυτό ήταν αλήθεια, δεν θα υπήρχαν διαβατήρια και βίζες σε όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι θα επιβιβάζονταν σε οποιοδήποτε αεροπλάνο και θα πήγαιναν από και προς οπουδήποτε. Αλλά αυτό δεν καλείται διεθνές δίκαιο. Και επειδή η Ελλάδα έχει το προνόμιο να γειτνιάζει μόνο με προηγμένες δημοκρατίες, να γειτνιάζει μόνο με χώρες που είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, αυτό μας δίνει το ηθικό κύρος να προστατεύουμε με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, στη διεθνή περίμετρο.
Δύο τελευταία σημεία. Νομίζω ότι η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει για δύο πράγματα. Και νομίζω ότι απέχουμε πολύ από την επίτευξη συμφωνίας. Το πρώτο είναι ο τρόπος που θα μειώσουμε τις συνολικές αφίξεις στην ΕΕ, τόσο τις πρωτογενείς όσο και τις δευτερογενείς ροές, και αναγνωρίζω τον αντίκτυπο που αντιμετωπίζει η Αυστρία. Το δεύτερο ερώτημα που δεν έχουμε απαντήσει στην Ευρώπη, είναι τι κάνουμε με τους όσους έρχονται στην Ευρώπη και δικαιούνται προστασίας. Πώς μοιραζόμαστε την πίεση αυτών των αφίξεων δίκαια, ισότιμα σε όλη την Ευρώπη. Και νομίζω ότι υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει γύρω από το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο για να φτάσουμε σε οποιεσδήποτε απαντήσεις σε αυτά τα δύο κρίσιμα σημεία.
Νομίζω ότι είναι σαφές ότι οι φράχτες δεν είναι θεωρητικά ιδανικοί, αλλά προφανώς είναι πολύ αναγκαίοι. Και πολλές χώρες, στην περιοχή εντός και εκτός της ΕΕ, επενδύουν στην τεχνολογία των περιφράξεων για να εμποδίσουν τους λαθροδιακινητές να κερδίζουν χρήματα από ανθρώπους που βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Υπήρξε μεγάλη πρόοδος στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και νομίζω ότι τα συμπεράσματα είναι ένα βήμα εμπρός και ο Καγκελάριος προηγουμένως εξήγησε ότι τώρα η ΕΕ είναι πρόθυμη να στηρίξει την κατασκευή περιφράξεων έμμεσα μέσω χρηματοδότησης για τις απαραίτητες συμπληρωματικές υποδομές και την απαραίτητη τεχνολογία. Και μπορώ να σας πω ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει 100 εκατομμύρια ευρώ από την ΕΕ ως μέρος του πολυετούς πλαισίου για τέτοιου είδους επενδύσεις στην περιοχή του Έβρου.
Ξεκινήσαμε μια πρωτοβουλία πριν από ενάμιση χρόνο. Η Αυστρία, η Λιθουανία, η Πολωνία και η Ελλάδα, δημιουργήσαμε αυτό που ονομάζουμε Πρωτοβουλία του Βίλνιους. Συναντηθήκαμε στο Βίλνιους τον Ιανουάριο του 2022, και στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 2023, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, η Επιτροπή και οι Ευρωπαϊκοί Οργανισμοί, και ήμασταν ικανοποιημένοι που τόσο στο Βίλνιους όσο και στην Αθήνα η πλειοψηφία των κρατών μελών υπέγραψε μια δήλωση που περιλαμβάνει την ανάγκη περίφραξης ως μέρος μιας συνολικής ευρωπαϊκής προσέγγισης για τη μείωση της λαθροδιακίνησης.
Ποια είναι λοιπόν η στρατηγική; Να περιφράξουμε τα σύνορα, να αποτρέψουμε τις παράνομες αφίξεις, οι ανθρωπιστκοί διάδρομοι και για τους ανθρώπους που έρχονται και εργάζονται στην Ευρώπη, οι νόμιμες οδοί. Επομένως, δεν λέμε ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι κλειστή για τους ανθρώπους που έρχονται. Το αντίθετο. Αλλά θα πρέπει να επιλέγουμε ποιος έρχεται στην Ευρώπη, με τους δικούς μας κανόνες, τις δικές μας διαδικασίες. Και αυτό διασφαλίζει επίσης ότι θα έχουμε τη δυνατότητα να επενδύσουμε σε αυτούς τους ανθρώπους που θα ενσωματωθούν στις κοινωνίες μας με καλό τρόπο. Και δεν μπορούμε να ανεχόμαστε πλέον όλα αυτά τα δίκτυα λαθροδιακινητών που λειτουργούν κυρίως στη Βόρεια Αφρική και δημιουργούν όλες τις ροές που έρχονται στην Ευρώπη τώρα κυρίως μέσω της Ιταλίας, η οποία -ξέρετε- πριν από λίγους μήνες κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πρέπει να βρούμε μια λύση για να σταματήσουν αυτά τα δίκτυα.
Οι άνθρωποι που έρχονται παράτυπα στην Ευρωπαϊκή Ένωση πολλές φορές ενίστανται οι ίδιοι, επειδή εργάζονται στην γκρίζα αγορά εργασίας και δεν προστατεύονται με τον τρόπο που θα έπρεπε στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Αυτό δεν ωφελεί ούτε τις χώρες προέλευσης ούτε τις χώρες άφιξης. Επομένως, η μετανάστευση με κανόνες πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα συμφωνήσω μαζί σας, ωστόσο, η παροχή νόμιμων οδών δεν σημαίνει αυτόματα ότι η παράτυπη μετανάστευση σημαίνει λαθρομετανάστευση. Όμως οι διμερείς συμφωνίες που έχει συνάψει η Ελλάδα, και νομίζω ότι θα ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη, κανονικά θα προέβλεπαν δύο ρήτρες.
Ρήτρα νούμερο 1: νόμιμες διόδους
Ρήτρα νούμερο 2: Συνεργασία για την επιστροφή όσων ήρθαν παράτυπα
Έτσι, πολλές χώρες προέλευσης – και νομίζω ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ σαφείς εδώ – όπως είναι πολιτική πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση οι παράτυπες αφίξεις, έτσι είναι πολιτική πρόκληση για τις χώρες προέλευσης η επιστροφή των ανθρώπων. Είναι ένα κρίσιμο ζήτημα στην εσωτερική πολιτική ατζέντα. Πολλές από αυτές τις κυβερνήσεις προσπαθούν να βρουν επίσης μια δίκαιη συμφωνία για τους πολίτες τους και η ισορροπία μεταξύ των νόμιμων οδών και της συνεργασίας για την εξάρθρωση των δικτύων λαθροδιακινητών, είναι μια δίκαιη ισορροπία που μπορεί να προσφέρει η Ευρώπη.
Υπάρχει πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει ακόμη για το Σύμφωνο. Ακόμα δεν αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη ερωτήματα: πώς θα μειώσουμε τις συνολικές ροές που έρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προφανώς, η Ευρώπη πρέπει να συνεργαστεί. Πρόκειται για μια κοινή πρόκληση. Είναι ένα κοινό πρόβλημα. Ήμουν πολύ περήφανος που ήμουν μέλος του Συμβουλίου της ΕΕ στη συνεδρίαση που δεχθήκαμε να ανοίξουμε την Οδηγία για τους εκτοπισμένους Ουκρανούς που έρχονται στην Ευρώπη και αυτό αποδεικνύει ότι ήταν ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου. Ανοίξαμε τα σύνορα για τους ανθρώπους που έρχονται από την Ουκρανία και το πιο σημαντικό είναι ότι καταρρίψαμε το Δουβλίνο που δεν ισχύει για τους ανθρώπους που έρχονται από την Ουκρανία, το οποίο είναι επίσης ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Έτσι, νομίζω ότι η λύση όταν επιστρέψουμε στο Σύμφωνο, πρέπει να είναι να μειώσουμε ουσιαστικά τις ροές. Και υπάρχουν πολλές πρωτοβουλίες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και πάλι ο ρυθμός αφίξεων από το 2020 έως το 2023 αποδεικνύει ότι δεν πετυχαίνουμε τον στόχο που έχουμε και πρέπει να δούμε ξανά ποια θα είναι η Ευρώπη μετά το Δουβλίνο.
Και κάτι τελευταίο, σε πολιτικό επίπεδο, καθώς πλησιάζουν οι γενικές εκλογές στην Ελλάδα στις 21 Μαΐου. Το μεταναστευτικό είναι ένα πολύ πολωμένο και ευαίσθητο θέμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και αν οι μετριοπαθείς πολιτικοί δεν μπορούν να βρουν μια λύση που να λειτουργεί, δίνουμε χώρο σε πιο ριζοσπαστικούς ανθρώπους από το να δοκιμάσουν λαϊκισμούς για να κερδίσουν την ευρωπαϊκή ψήφο. Έτσι, είναι σημαντικό για τους κυρίαρχους πολιτικούς – αυτή είναι μεγάλη προτεραιότητα και για το ΕΛΚ – να εργαστούν για να βρουν μια λύση που να λειτουργεί.
Βρήκα το παρακάτω οξύμωρο πολύ ενδιαφέρον, ως τελική παρατήρηση. Πολλές φορές έλαβα επιστολές από Ευρωπαίους συναδέλφους που διαμαρτύρονταν για τις δευτερογενείς ροές και στην ίδια επιστολή να διαμαρτύρονται για την προστασία των συνόρων. Με αυτό καταδεικνύουν ότι η Ευρώπη δεν έχει ακόμη αποφασίσει τι είδους μεταναστευτική πολιτική πρέπει να έχουμε.