Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, (κοινώς, ξέπλυμα μαύρου χρήματος) ονομάζεται η διαδικασία μετατροπής χρήματος που αποκτήθηκε με παράνομους τρόπους, σε χρήμα που αποκτήθηκε με νόμιμους τρόπους. Το χρήμα που έχει αποκτηθεί με μη νόμιμο τρόπο ονομάζεται στην καθομιλουμένη βρώμικο χρήμα, ή μαύρο χρήμα .
Η συνηθισμένη διαδικασία νομιμοποίησης τέτοιων εσόδων γίνεται με την τοποθέτησή τους σε νόμιμες δραστηριότητες, όπως παραδείγματος χάρη είναι η κατάθεση σε τράπεζα και στην συνέχεια η ανάληψη για κάλυψη διαφορών αναγκών, ή η απ΄ευθείας αγορά μετοχών από χρηματιστήριο κ.α.
Φορείς μαύρου χρήματος ή ξεπλύματος χρήματος μπορεί να είναι τόσο φυσικά πρόσωπα όσο και νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου), ή ακόμα και κυβερνήσεις χωρών. Γενικά το μαύρο χρήμα και οι όποιες δραστηριότητες επ΄ αυτού συνιστούν ευρύτερα την έννοια της παραοικονομίας. Αναφορά σε πολύ μεγάλα ποσά μαύρου χρήματος τότε αυτή ανάγεται σε εκδήλωση οργανωμένου εγκλήματος.
Τα διάφορα κράτη προκειμένου ν΄ αντιμετωπίσουν φαινόμενα παραγωγής μαύρου χρήματος θεσπίζουν κατάλληλες νομοθεσίες για την πάταξή τους, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι ειδικές ελεγκτικές υπηρεσίες, περιορισμοί ελεύθερης διακίνησης χρήματος, κ.λπ. Ο Ο.Η.Ε. συνέστησε ειδική επιτροπή, διαδικασίες αλλά και λίστα υπόπτων για την αποτροπή και την πάταξη ενεργειών σχετικών με το “Ξέπλυμα χρήματος” ενώ διεθνώς υπάρχει η αναγνώριση της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force-FATF) από περισσότερες από 190 χώρες.