ΟΗΕ: Ο κόσμος πρέπει να επικεντρωθεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των γυναικών

ΟΗΕ: Ο κόσμος πρέπει να επικεντρωθεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των γυναικών

Ο ΟΗΕ κάλεσε χθες, Τετάρτη, τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να σέβονται το δικαίωμα των γυναικών να διαθέτουν όπως επιθυμούν το σώμα τους, αντί να ανησυχούν για το γεγονός ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ξεπεράσει τα 8 δισεκ. κατοίκους.

Αντί να ανησυχούν αν θα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στη Γη-με την κορύφωση να αναμένεται τη δεκαετία του 2080, με 10,4 δισεκ. ανθρώπους-η διεθνής κοινότητα θα έπρεπε να ασχολείται με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες να ασκήσουν τα αναπαραγωγικά δικαιώματά τους, εκτίμησε το Ταμείο του ΟΗΕ για τον Πληθυσμό (UNFPA), αρμόδιο για θέματα σεξουαλικής υγείας και αναπαραγωγής.

Η Νατάλια Κάνεμ, επικεφαλής του UNFPA, δήλωσε ότι είναι «λάθος» να πιστεύουμε ότι η κλιματική αλλαγή οφείλεται στην εξάπλωση των ανθρώπων σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους και τόνισε ότι οι χώρες που έχουν πιο ψηλά ποσοστά γεννητικότητας είναι αυτές που συμβάλλουν λιγότερο στην κλιματική αλλαγή, αλλά υποφέρουν περισσότερο από τις επιπτώσεις της.

Στην ετήσια έκθεσή του για την κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού, το UNFPA παρατήρησε ότι είναι διαδεδομένη η πεποίθηση πως ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι πάρα πολύς.

Το Ταμείο εκτίμησε ότι το γεγονός ότι ο αριθμός των κατοίκων της Γης θα ξεπεράσει τα 8 δισεκ. «θα έπρεπε να είναι λόγος να χαιρόμαστε», διότι δείχνει ότι έχουν γίνει «ιστορικές πρόοδοι στους τομείς της ιατρικής, της επιστήμης, της υγείας, της γεωργίας και της παιδείας».

 

Η Ινδία μπροστά από την Κίνα

«Ο παγκόσμιος πληθυσμός αναδιατάσσεται γοργά», σημείωσε η Κάνεμ στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, διότι, αν και ο πληθυσμός της Γης φτάνει σε επίπεδο ρεκόρ, «το μέσο παγκόσμιο ποσοστό γεννητικότητας είναι το χαμηλότερο στη μνήμη του ανθρώπου».

Η κατάταξη των χωρών με τους περισσότερους κατοίκους αναμένεται να αλλάξει τα 25 επόμενα χρόνια, καθώς η Ινδία κοντεύει να ξεπεράσει την Κίνα.

Ως το 2050 η μισή αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού θα παρατηρηθεί σε οκτώ χώρες: τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, την Ινδία, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες και την Τανζανία.

Όμως τα δύο τρίτα των ανθρώπων ζουν σε χώρες με χαμηλό ποσοστό γεννητικότητας. Αυτή είναι «η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας», σύμφωνα με την Κάνεμ που δεν αυξάνεται ο πληθυσμός σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Οι χώρες με το υψηλότερο επίπεδο γεννητικότητας βρίσκονται όλες στην Αφρική: Νίγηρας, Τσαντ, ΛΔ Κονγκό, Σομαλία, Μαλί, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.

Τα χαμηλότερα ποσοστά γεννητικότητας παρατηρούνται στη Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη, το Μακάο, την Αρούμπα, την Κίνα και τον Άγιο Μαρίνο.

Η Ευρώπη είναι η μόνη περιοχή της Γης που θα παρατηρηθεί γενική μείωση του πληθυσμού ως το 2050. Το ποσοστό γεννητικότητας είναι αυτή τη στιγμή περίπου 2,3 παιδιά ανά γυναίκα.

Εξάλλου το προσδόκιμο ζωής είναι 71 χρόνια για τους άνδρες και 76 για τις γυναίκες. «Από το 1990 το μέσο προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά περίπου 10 χρόνια», εξήγησε η Κάνεμ.

Το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού είναι 14 ετών και κάτω, το 65% είναι μεταξύ 15 και 64 ετών και το 10% είναι 65 ετών και άνω

Δικαιώματα και επιλογή

Η έκθεση ζητεί επίσης να αλλάξει δραστικά ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το δημογραφικό προκειμένου η διεθνής κοινότητα να επικεντρωθεί περισσότερο στα δικαιώματα των γυναικών. Αντ’ αυτού παρατηρεί ότι οι κυβερνήσεις τείνουν να υιοθετούν πολιτικές με στόχο να αυξηθεί, να μειωθεί ή να διατηρηθεί το ποσοστό γεννητικότητας.

Ωστόσο, σύμφωνα με την Κάνεμ, το βασικό ερώτημα δεν είναι αν ο πληθυσμό είναι πολύς, αλλά αν «κάθε ένας μπορεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά του να επιλέξει τον αριθμό των παιδιών που θα κάνει και το πότε θα τα αποκτήσει».

Η απάντηση είναι αρνητική σχεδόν για τις μισές γυναίκες (44%): «Δεν μπορούν να επιλέξουν μέσα αντισύλληψης, υγειονομική φροντίδα ή να αποφασίσουν αν θέλουν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με κάποιον. Και σε παγκόσμιο επίπεδο σχεδόν οι μισές εγκυμοσύνες είναι ανεπιθύμητες».

«Κάθε χρόνο μισό εκατομμύριο γεννήσεις προκύπτουν από κορίτσια ηλικίας 10 με 14 ετών», κατήγγειλε η Κάνεμ.

Σχετικά Άρθρα