Η βία μέσα στην οικογένεια είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο που δεν διαλέγει κοινωνικές τάξεις ή εθνικότητα.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό της βίας μέσα στην οικογένεια φαίνεται ότι έχει αυξηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, λόγω των δύσκολων κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζούμε.
Παρά τη δεδομένη αύξηση, τα πραγματικά ποσοστά δεν μπορούν να είναι γνωστά, αφού περίπου μόνο 1 στα 20 περιστατικά καταγγέλλονται στην αστυνομία.
Η δομή της ελληνικής οικογένειας είναι της αρχής «τα εν οίκο μη εν δήμω», γι’ αυτό και η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα καλά κρυμμένο μυστικό από τις γυναίκες θύματα κακοποίησης, οι οποίες λόγω της ντροπής και ενοχής που αισθάνονται δεν αποκαλύπτουν τη βία που υφίστανται, δεν αναζητούν βοήθεια κι έτσι εγκλωβίζονται σε καταστροφικές καταστάσεις.
Η ενδοοικογενειακή βία είναι η κατάσταση στην οποία ένα μέλος της οικογένειας προκαλεί οποιασδήποτε μορφής βλάβες σε ένα άλλο μέλος της και δεν περιορίζεται στη σωματική κακοποίηση, αλλά μπορεί να πάρει πολλές μορφές.
Περιλαμβάνει τις άμεσες και έμμεσες απειλές, τη συναισθηματική και ψυχολογική βία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την κοινωνική απομόνωση, τον οικονομικό έλεγχο και γενικότερα όλες τις συμπεριφορές που ωθούν ένα άτομο να ζει υπό ένα διαρκή φόβο.
Σκιαγραφώντας το προφίλ των κακοποιημένων γυναικών, φαίνεται ότι πρόκειται για γυναίκες που παρουσιάζουν
- Χαμηλή αυτοεκτίμηση
- Παθητική συμπεριφορά, καθώς υπομένουν, ανέχονται τον εξευτελισμό και την προσβολή.
- Χαρακτηριστικό είναι επίσης το ενοχικό συναίσθημα, καθώς, δέχονται την ευθύνη για τις βίαιες πράξεις των συζύγων τους. πιστεύουν ότι ευθύνονται και αρνούνται τον θυμό που νιώθουν από την κακοποίηση.
- Αισθάνονται φόβο, ανασφάλεια, αβοηθητότητα και αναξιότητα ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς την παρουσία του συζύγου.
- Υπάρχει συναισθηματική εμπλοκή, παγίδευση και εξάρτηση, εξαιτίας της οικονομικής εκμετάλλευσης και της απομόνωσης.
Για τους λόγους αυτούς, σπάνια γυναίκες που δέχονται κακοποίηση από τον σύζυγο ή τον σύντροφό τους εγκαταλείπουν το οικογενειακό περιβάλλον.
Φοβούνται τις επιπτώσεις της αποκάλυψης και την αντίδραση από το σύζυγο.
Φοβούνται ότι η οικογένειά τους δεν θα τις στηρίξει, είτε γιατί δεν έχει τη δυνατότητα, είτε γιατί πιστεύει την αντίληψη «κάνε υπομονή μην χαλάσεις την οικογένειά σου».
Πιστεύουν ότι θα διαλυθεί η οικογένειά τους και τα παιδιά τους θα κουβαλούν το στίγμα των χωρισμένων γονιών.
Εκλογικεύουν την κατάσταση λέγοντας ότι τα παιδιά χρειάζονται και τους δυο γονείς για να μεγαλώσουν σωστά.
Ακόμα και όταν φτάνουν στο σημείο να χρειάζονται νοσηλεία μετά την άσκηση βίας εις βάρος τους, μπορεί να αρχίσουν να το σκέφτονται, αλλά είναι λίγες οι περιπτώσεις που θα πάρουν την απόφαση να φύγουν από τη νοσηρή κατάσταση.
Ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών παραδέχονται ότι είναι ερωτευμένες με το σύζυγό τους και ότι αν αυτοί αλλάξουν συμπεριφορά, τότε εκείνες θα τα ξεχάσουν όλα και θα είναι ευτυχισμένες.
Από την άλλη μεριά, οι θύτες συνήθως είναι άτομα υπεράνω υποψίας και δεν παρουσιάζουν σημάδια βίαιης συμπεριφοράς έξω από το σπίτι.
Εμφανίζουν:
- Χαμηλή αυτοεκτίμηση.
- Είναι αυταρχικοί, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι αξίζουν.
Συχνά, το βίαιο σεξ χρησιμοποιείται ως μέσο για να αυξήσουν την αυτοεκτίμησή τους και τον ανδρισμό τους.
- Έχουν κτητική συμπεριφορά.
- Διακατέχονται από αισθήματα παθολογικής ζήλιας.
- Πολλοί εμφανίζουν διαταραχές προσωπικότητας.
- Κάποιοι έχουν υπάρξει θύματα ή μάρτυρες βίας στην πατρική τους οικογένεια.
Ανάμεσα στους βίαιους άνδρες φαίνεται να διαμορφώνονται δύο κατηγορίες.
Είναι εκείνοι που είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις πράξεις τους, λυπούνται και μετανοούν για τη βίαιη συμπεριφορά τους, καθώς και εκείνοι που παραμένουν σε άρνηση, δεν παραδέχονται ότι η συμπεριφορά τους είναι βίαιη, δεν εκτιμούν τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η πράξη τους στο θύμα ή στα άλλα μέλη της οικογένειας.
Δικαιολογούν τον εαυτό τους για τη συμπεριφορά τους, προβάλλοντας άλλους, εξωγενείς παράγοντες, όπως οικονομικά προβλήματα, αλκοόλ, ή την προκλητική συμπεριφορά της συζύγου.
Οι επιπτώσεις της κακοποίησης είναι πολύ σοβαρές σε κάθε τομέα της ζωής του θύματος.
Σωματικά, είναι αυτονόητο ότι μπορεί να υπάρξουν τραυματισμοί που να απαιτούν ιατρική φροντίδα, μέχρι και την απόκτηση χρόνιων προβλημάτων υγείας. Οι γυναίκες που κακοποιούνται αντιμετωπίζουν σοβαρά ψυχικά προβλήματα.
Φαίνεται ότι το 60% πληρεί τα διαγνωστικά κριτήρια για την κατάθλιψη, ενώ υπάρχει σημαντικά αυξημένος κίνδυνος απόπειρας αυτοκτονίας. Εκτός από την κατάθλιψη, τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας βιώνουν συνήθως άγχος και πανικό, και είναι πιθανό να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για κάποια αγχώδη διαταραχή.
Πέραν αυτών, η πιο συχνά αναφερόμενη ψυχολογική επίπτωση για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας είναι η διαταραχή μετατραυματικού στρες, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνεχή αναδρομή και αναβίωση ενοχλητικών σκηνών του παρελθόντος.
Ο ύπνος τους είναι διαταραγμένος, ενώ συχνά έχουν εφιάλτες και αποφεύγουν κάθε ερέθισμα που σχετίζεται με την κακοποίηση. Τα προβλήματα αυτά τις οδηγούν στην απομόνωση από την υπόλοιπη οικογένεια και τον φιλικό περίγυρο, απαγορεύοντάς τους να παραμείνουν λειτουργικές στην καθημερινότητά τους.
Επιπλέον, ο ρόλος τους ως μητέρα επηρεάζεται και αυτός με τη σειρά του, καθώς οι ανικανοποίητες συναισθηματικές και μη ανάγκες και επιθυμίες σαφώς και εκδηλώνονται στη συμπεριφορά και τη σχέση με τα παιδιά τους, για τα οποία οι επιπτώσεις είναι ίσως οι σοβαρότερες, καθώς δεν μεγαλώνουν σε ένα ασφαλές, ήρεμο, αλλά και υποστηρικτικό περιβάλλον.
Αντίθετα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κακομεταχείρισης και των ίδιων των παιδιών.
Βρίσκονται σε απόλυτο κίνδυνο τραυματισμού κατά τη διάρκεια των βίαιων πράξεων ανάμεσα στους γονείς. Ενώ, αισθάνονται έντονο φόβο, άγχος, ενοχές και ντροπή με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε συμπτώματα τραύματος με χαρακτηριστικό τους εφιάλτες.
Σε κάθε περιστατικό βίας μπορεί να γίνει εμφανές ότι απαρτίζεται από τρεις φάσεις οι οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά.
Στο πρώτο στάδιο το θύμα υπόκειται σε λιγότερο βίαιες συμπεριφορές, όπως είναι οι φωνές με απειλές και προσβολές. Τα θύματα σύντομα διαισθάνονται ότι θα ακολουθήσει η σωματική βία, κι έτσι προσπαθούν να την αποφύγουν ενεργώντας συγκαταβατικά.
Το δεύτερο στάδιο της βίας χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτη σωματική επιθετικότητα εξαιρετικά βίαιη και επικίνδυνη.
Στο τελευταίο στάδιο, ο θύτης ενεργεί απολογητικά και συμπονετικά προς το θύμα, ενώ υπόσχεται ότι δε θα επαναληφθεί.
Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Ξανασυμβαίνει και σε κάθε επόμενη φορά ο θύτης έχει όλο και λιγότερες τύψεις για τη συμπεριφορά του, ενώ γίνεται όλο και πιο δύσκολο για το θύμα να ξεφύγει από την κατάσταση.
Για την αντιμετώπιση, λοιπόν, της νοσηρής αυτής κατάστασης χρειάζονται δραστικά μέτρα.
Η γυναίκα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι πραγματικά κινδυνεύει, τόσο αυτή όσο και τα παιδιά της, αν υπάρχουν. Πρέπει να βρει το θάρρος και να ζητήσει βοήθεια και υποστήριξη. Μπορεί να σκεφτεί και να επιλέξει ένα από τα κοντινά της πρόσωπα, το οποίο θα μπορούσε να εμπιστευτεί.
Μπορεί, επίσης να απευθυνθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και μπορούν να της παρέχουν μία όσο το δυνατόν πιο πλήρη υποστήριξης. Από τη νομική υποστήριξη, την ψυχολογική, ακόμα και τα μέσα για να μπορέσει να φύγει από το σπίτι και να έχει κάπου να μείνει η ίδια και τα παιδιά της.