Όπως είναι γνωστό ο ποινικός κώδικας αναφέρει, πως αν ένα έγκλημα για παράδειγμα η ανθρωποκτονία, τελεστεί σε κατάσταση άμυνας παρόλο που είναι εγκληματική πράξη, δεν είναι άδικη. Αυτή η πρόβλεψη του νόμου πηγάζει από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που υπάρχει στο ανθρώπινο είδος, καθώς και στην έμφυτη ανάγκη για τη προστασία των σημαντικών τρίτων που μονοπωλούν τη ζωή μας.
Με τον όρο άμυνα εννοείται, η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου, στην οποία προβαίνει αυτός που αμύνεται για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή άλλον, από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον του. Η επίθεση που δέχεται ο αμυνόμενος, όπως ορίζεται θα πρέπει να είναι άδικη και παράνομη. Αυτό σημαίνει πως μόλις ο αστυνομικός συλλαμβάνει κάποιον, δε δρα άδικα και παράνομα αλλά υπό τις επιταγές της έννομης τάξης, οπότε δεν ευσταθεί άμυνα εναντίον του. Έπειτα θα πρέπει να υπάρχει χρονική εγγύτητα, μεταξύ άμυνας και επιθέσεως έτσι αν κάποιος πυροβολήσει εναντίον μας και φύγει, δε μπορούμε επικαλούμενοι τη διάταξη περί άμυνας, να τον βρούμε σε μια καφετέρια μετά από 10 μέρες και να τον πυροβολήσουμε εξ’ επαφής. Στην περίπτωση που ο δράστης καταδιώκει το θύμα επί ώρες, η άμυνα του θύματος είναι δυνατή για όσο χρονικό διάστημα υφίσταται αυτή η κατάσταση, γιατί η επίθεση έχει διάρκεια. Ακόμη μετά την αφόπλιση του δράστη, η επίθεση έχει λογικά τελειώσει, οπότε αν στη συνέχεια ο αμυνόμενος τον πυροβολήσει δεν θα προστατεύεται από τις διατάξεις περί άμυνας, καθώς η επίθεση εναντίον του δεν είναι πλέον παρούσα και η ζωή του πια δε βρίσκεται σε κίνδυνο.
Ο νόμος επιπρόσθετα προβλέπει, πως η άμυνα θα πρέπει να είναι αναγκαία και να μην υπάρχει η λεγόμενη υπέρβαση των ορίων άμυνας. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η άμυνα θα πρέπει να είναι αντίστοιχης δυναμικής με την επίθεση και να μην υπάρχει χάσμα, μεταξύ των μέσων επίθεσης και των μέσων άμυνας. Αν ένας μας απειλήσει με ένα μαχαίρι και εμείς χρησιμοποιήσουμε κυνηγετική καραμπίνα για να αναχαιτίσουμε την επίθεση και να αμυνθούμε τότε όπως είναι αντιληπτό, υπερβαίνουμε τα αναγκαία όρια της άμυνας και η άμυνα αυτή μπορεί να κριθεί ως άδικη και να τιμωρηθεί.
Ο νόμος έχει παραθέσει ένα πλαίσιο και έχει θεσπίσει κριτήρια, με βάση τα οποία θα κριθεί το αναγκαίο μέτρο της άμυνας και αυτά είναι τα ακόλουθα: η επικινδυνότητα, το είδος , ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης , η βλάβη που επεδίωκε ο επιτιθέμενος και οι λοιπές περιστάσεις.
Το πρόσωπο που υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο άμυνας τιμωρείται αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη, ενώ αν έγινε η υπέρβαση από αμέλεια, με την ποινή που προβλέπεται για το αντίστοιχο έγκλημα εξ’ αμελείας. Αν όμως η υπέρβαση οφείλεται στο φόβο και τη ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση, τότε μένει ατιμώρητος. Για παράδειγμα, αν κάποιος αντιληφθεί έντρομος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ότι έχει εισβάλλει διαρρήκτης στο σπίτι του και τον πυροβολήσει, ακόμα και αν ο επίδοξος ληστής ήταν άοπλος υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες, μέσα από την εξέταση των περιστάσεων και τη πιστοποίηση του πανικού και της ταραχής στην ακροαματική διαδικασία να μείνει ο αμυνόμενος ατιμώρητος, καθώς δε θα μπορούσε να διακρίνει σε συνθήκες σκότους αν ο ληστής οπλοφορούσε ή όχι καθώς βρισκόταν το ανυποψίαστο θύμα σε πανικόβλητη κατάσταση.
Συμπερασματικά, η άμυνα αποτελεί λόγο άρσης του αδίκου και έγκλημα χωρίς το στοιχείου του αδίκου δεν υφίσταται. Ωστόσο, η υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της τιμωρείται έστω και ηπιότερα, εκτός αν οφείλεται σε φόβο ή ταραχή.