Ληστεία και Κλοπή: Noμοθεσία

Ληστεία και Κλοπή: Noμοθεσία

Από τον Γιάννη Μπαρκαγιάννη

Δικηγόρο

Στο 23ο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, τυποποιούνται τα εγκλήματα τα οποία προσβάλλουν το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία είναι το πράγμα που ανήκει, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου, στην κυριότητα κάποιου προσώπου (φυσικού ή νομικού), δηλαδή το υλικό αντικείμενο της κυριότητας. Συνεπώς υφίσταται προσβολή όταν κάποιο τρίτο πρόσωπο, διάφορο του κυρίου, εισβάλλει στο πεδίο εξουσίας του τελευταίου, και ο οποίος είτε αποκόπτει το πράγμα από αυτόν (τον κύριο), στερώντας το δηλαδή από εκείνον, είτε βλάπτει την ίδια την ύλη του πράγματος.

Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας διακρίνονται, σε νομοτυπικό επίπεδο, μεταξύ άλλων, με βάσει τον τρόπο τέλεσης της προσβολής με βίαιη ή μη επέμβαση. Έτσι, η κλοπή εντάσσεται στα εγκλήματα (απλής) στέρησης της κατοχής, ενώ η ληστεία στα εγκλήματα βίαιης επενέργειας στην ιδιοκτησία. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η κλοπή και η ληστεία παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές, ιδίως αν ληφθεί υπόψιν ότι η πρώτη συνιστά συνθετικό στοιχείο της δεύτερης.

Οι νομοτυπικά βασικότερες διαφορές μεταξύ κλοπής και ληστείας

 

Η ληστεία, όπως τυποποιείται στο άρθρο 380 Π.Κ., είναι ένα σύνθετο έγκλημα, καθώς για την πλήρωσή της απαιτείται τόσο η τέλεση του αδικήματος της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.) όσο και της κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.). Σε αυτήν ακριβώς τη λειτουργική συνύπαρξη εντοπίζεται και η αυξημένη απαξία της ληστείας, καθώς, εκτός του ότι προσβάλλεται το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας -όπως συμβαίνει και στην κλοπή-, προσβάλλεται και το έννομο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας. Συνιστά αδίκημα κακουργηματικής φύσεως και τιμωρείται στην απλή του μορφή με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης (5-15 έτη) και χρηματική ποινή.

Στον αντίποδα, η κλοπή, όπως τυποποιείται στο άρθρο 372 Π.Κ. είναι ένα αδίκημα πλημμεληματικής φύσεως, επειδή συνίσταται απλά στη στέρηση της κατοχής του πράγματος από τον κύριό του, και τιμωρείται στην απλή μορφή του με ποινή φυλάκισης έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή.

Για να πληρούνται οι προϋποθέσεις τέλεσης της κλοπής, πρέπει να συντρέχει πράξη αφαίρεσης ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής του. Πράξη αφαίρεσης συντρέχει όταν απομακρύνεται το κινητό πράγμα από κάποια από τις τέσσερις (4) σφαίρες εξουσίασης του κυρίου του, από κάποιον τρίτο, για τον οποίο το πράγμα μπορεί να είναι ολικά ξένο, ή εν μέρει, αν υφίσταται συγκυριότητα επί αυτού (του πράγματος), με απώτερο σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του.

Η παράνομη ιδιοποίηση συνίσταται στο σφετερισμό εκ μέρους του δράστη των εκ του δικαιώματος κυριότητας (ή συγκυριότητας) απορρεουσών πραγματικών εξουσιών του κυρίου προς το πράγμα με παράλληλη αμφισβήτηση της άσκησης αυτών των εξουσιών από τον κύριο του πράγματος.

Έτσι, η κλοπή θεωρείται τυπικά περατωμένη όταν έχουν πληρωθεί όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης και συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη δόλος οποιοδήποτε βαθμού, ενώ η ουσιαστική αποπεράτωσή της έρχεται όταν γίνει και η παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από αυτόν. Ο δε σκοπός παράνομος ιδιοποίησης που απαιτείται να συντρέχει, καθιστά την πράξη, αδίκημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, καθώς θα πρέπει να υπερκαλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης.

Γίνεται δεκτό, κατά κρατούσα άποψη, ότι ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης συνιστά έναν άγραφο όρο της αντικειμενικής υπόστασης, που πρέπει να επιβεβαιώνεται υπαγωγικά για το αρχικά άδικο της πράξης, και πιο συγκεκριμένα, απαιτείται να είναι πρόσφορη η συμπεριφορά του δράστη (in concreto κάθε φορά) να οδηγήσει στην υλοποίηση του υπερχειλούς σκοπού του για την παράνομη ιδιοποίηση.

Από τα ως άνω εκτεθέντα συνάγεται, ότι για να μείνει η κλοπή σε στάδιο απόπειρας κι άρα να απειλείται για το δράστη μειωμένη ποινή (κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 83 Π.Κ.), προϋποτίθεται να έχει πληρωθεί όλη η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η μη ολοκλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασής του. Καταφάσκεται λοιπόν αξιόποινη απόπειρα κλοπής όταν ο δράστης, ενεργώντας με δόλο ως προς την πράξη αφαίρεσης και με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, τελεί μόνο τμήμα της πράξης αφαίρεσης.

Τετελεσμένη Κλοπή

Η τετελεσμένη κλοπή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ληστείας, άρα όλα τα παραπάνω θα πρέπει να πληρούνται εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο του δράστη. Εκτός από αυτά όμως, απαιτείται ο δράστης να έχει χρησιμοποιήσει παράνομη βία για να εκπληρώσει την πράξη αφαίρεσης και κατ’ επέκταση το σκοπό παράνομης ιδιοποίησης του πράγματος.

Η βία συνίσταται σε μια ανθρώπινη εκδήλωση προς άλλο πρόσωπο, που εμπεριέχει τη χρήση υλικής δύναμης, για να καμφθεί η βούληση του άλλου, υπερνικώντας έτσι και τυχόν αντίσταση του θύματος, με τέτοιο τρόπο ώστε το τελευταίο να ενεργεί υποταγμένο στη βούληση του δράστη, και όχι με δική του θέληση. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι θα πρέπει να συντρέχει πράξη βίας και όχι απλής βιαιοπραγίας για να καταφάσκεται το αδίκημα της ληστείας, επειδή η πρώτη εμπεριέχει το απαιτούμενο αυτό στοιχείο του εξαναγκασμού το οποίο οδηγεί στην κάμψη της βούλησης του θύματος, ενώ η δεύτερη συνίσταται μόνο σε ταλαιπωρία του δέκτη της μέσω της κακοποίησής του.

Το στοιχείο της παράνομης βίας, όπως τυποποιείται στο άρθρο 330 παρ. 1 Π.Κ. είναι αναγκαίο να υφίσταται για να υπάρχει κακούργημα. Άλλωστε αυτό είναι και που ενισχύει την απαξία του αδικήματος που προσβάλλει το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, και το «ανεβάζει» σε κακούργημα. Ωστόσο, δε μιλάμε για οποιαδήποτε εκδοχή παράνομης βίας. Η βία της «ληστείας» ανάγεται είτε σε άμεση σωματική βία, είτε σε απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής. Η άμεση σωματική βία είναι αυτή που ασκείται ευθέως και αποκλειστικά επί του σώματος του θύματος, άρα αποκλείεται τόσο η έμμεση σωματική βία, όπως άλλωστε και η ψυχοσωματική.

Από την άλλη, επειδή η ληστεία είναι υπαλλακτικώς μεικτό αδίκημα, τελείται, ως προς το κομμάτι της προσβολής του εννόμου αγαθού της προσωπικής ελευθερίας, και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής. Σε αυτή την περίπτωση, ο δράστης επιλέγει να χρησιμοποιήσει απειλές, οι οποίες όμως θα πρέπει να στρέφονται κατά του σώματος ή της ζωής. Επιπλέον, επιβάλλεται να μην εξαντλείται απλώς στον εκφοβισμό του θύματος, αλλά μέσω αυτού, να εξαναγκάζεται το τελευταίο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή.

Επομένως, και αυτή, όπως και η άμεση σωματική βία, θα πρέπει να αποτελεί το «μέσον προς σκοπό» και όχι αυτοσκοπό, εν αντιθέσει με την απλή βιαιοπραγία, δηλαδή να χρησιμοποιείται έτσι ώστε να εκπληρωθεί ο σκοπός της αφαίρεσης ξένου κινητού πράγματος με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής του. Πάλι όμως, η απειλή περιορίζεται σε αυτή που στρέφεται αποκλειστικά κατά της υγείας ή της ζωής του δέκτη, ο οποίος δέκτης μπορεί να είναι είτε το ίδιο το θύμα είτε ένα τρίτο πρόσωπο για το οποίο ο απειλούμενος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (πχ ένα στενό συγγενικό πρόσωπο).

Απόπειρα Ληστείας – Σαφής Ανάλυση Ποινικολόγου Γιάννη Μπαρκαγιάννη

Αξιοσημείωτη είναι η θεμελίωση απόπειρας του αδικήματος της ληστείας. Η απόπειρα είναι αξιόποινη όταν ο δράστης πραγματώνει μόνο μέρος της αντικειμενικής υπόστασης, έχοντας όμως τον απαιτούμενο δόλο για την ολοκλήρωση του εγκλήματος, και δη τον περεταίρω υπερχειλή σκοπό. Επειδή όμως η ληστεία είναι σύνθετο έγκλημα, μένει σε στάδιο απόπειρας και άρα ο δράστης τιμωρείται με μειωμένη ποινή στα πλαίσια του άρθρου 83 Π.Κ., όταν έχει τελέσει την παράνομη βία σε βάρος του θύματος, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει την αφαίρεση του πράγματος ιδιοκτησίας του τελευταίου, λόγω του ότι αυτό προέβαλε αντίσταση.

Συνοψίζοντας, για να αποδοθεί στο δράστη ποινή κάθειρξης για προσβολή του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας (πάντα αναφερόμενοι μεταξύ κλοπής και ληστείας) θα πρέπει να είναι βέβαιο ότι έχει πράξει είτε άμεση σωματική βία σε βάρος του θύματος, είτε να έχει εξαπολύσει απειλές οι οποίες θα στοχεύουν στη δημιουργία κινδύνου για την υγεία ή τη ζωή του ιδίου ή τρίτου (υπό τους όρους που σημειώθηκαν παραπάνω) με αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό του στη βούληση του δράστη. Εάν η βία κινείται έξω από τα προαναφερθέντα όρια δε μπορούμε να κάνουμε λόγο για αξιόποινη πράξη ληστείας.

Μπορεί να κατηγορηθεί ενδεχομένως για παράνομη βία, κι αν εν τέλει προβεί και σε πράξη αφαίρεσης, πληρουμένων ταυτοχρόνως όλων των όρων του άρθρου 372 Π.Κ., τότε απλά θα έχουμε συρροή των δύο πλημμελημάτων μεταξύ τους. Είναι πολύ σημαντική αυτή η διαπίστωση, καθώς, αν ο δράστης καταδικαστεί για τετελεσμένη ληστεία, ενώ δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις πλήρωσής της, θα του έχει αποδοθεί κακουργηματική πράξη, και άρα αδίκημα αυξημένης απαξίας, τη στιγμή που είναι υπόλογος απλά για πράξεις πλημμεληματικής φύσεως.

Ειδικότερες μορφές κλοπής και ληστείας

Το έγκλημα της κλοπής είναι ιδιαίτερα διαβαθμισμένο, με τη θέσπιση προνομιούχων και απλά ή ιδιαίτερα διακεκριμένων παραλλαγών, που επιτρέπουν την κυρωτική διακύμανση από το ατιμώρητο μέχρι και την απειλή ποινής κάθειρξης έως 15 (δεκαπέντε) έτη, με ποσοτικό κριτήριο. Εκτός από την αξία βέβαια, ο νομοθέτης αξιολογεί και λειτουργίες ή ιδιότητες του πράγματος, και ανάλογα διαβαθμίζει την απαξία της έκνομης πράξης.

Στον αντίποδα, για τη ληστεία ο νομοθέτης, όπως συνάδει με τη λογική, διέπλασε μια σειρά μόνο διακεκριμένων μορφών της, αξιολογώντας είτε την επέλευση ενός περεταίρω βλαπτικού αποτελέσματος, είτε τον ειδικότερο τρόπο εκδήλωσης της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη. Έτσι, η ληστεία τιμωρείται αυστηρότερα όταν έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ή τη σωματική βλάβη του παθόντος και όταν τελείται με ιδιαίτερη σκληρότητα (άρθρο 380 παρ. 2 Π.Κ.), η δε απειλούμενη ποινή συνίσταται σε ισόβια κάθειρξη.

Η ληστρική κλοπή

Στα πλαίσια της ως άνω ανάπτυξης, κρίνεται σκόπιμο να σχολιαστεί και το αδίκημα της ληστρικής κλοπής. Πρόκειται για ένα αδίκημα που τυποποιείται στο άρθρο 380 παρ. 3 Π.Κ. και συνιστά μια τυποποιημένη μορφή ληστείας, καθώς δεν αποτελεί περίπτωση ληστείας. Η διάταξη ρυθμίζει ένα αυτοτελές πραγματικό ληστείας που διακρίνεται από τη ληστεία εν στενή εννοία (άρθρο 380 παρ. 1 εδ α Π.Κ.) καθώς η βία και η απειλή δεν είναι τα μέσα για την αφαίρεση του πράγματος, αλλά για τη διασφάλιση της ήδη κτηθείσας με την κλοπή κατοχής του.

Ειδικότερα, θα πρέπει ο δράστης να καταλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να κλέβει και να μεταχειρίζεται σε επόμενο χρόνο τη σωματική βία ή την απειλή, με σκοπό να διατηρήσει το κλοπιμαίο. Έτσι, κατά τη γραμματική διατύπωση του νόμου, απαιτείται η προηγούμενη τυπική αποπεράτωση του εγκλήματος της κλοπής, άρα ο δράστης απαιτείται να έχει ήδη θεμελιώσει δική του κατοχή και μετά να ασκεί βία ή απειλές για τη διατήρηση του ξένου πράγματος, ακριβώς επειδή κατελήφθη επ’ αυτοφώρω να κλέβει.

Δε μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για ληστρική κλοπή εάν δεν έχει ολοκληρωθεί η κλοπή και ασκηθεί βία, καθώς τότε θα πρόκειται για ληστεία με τη στενή του όρου έννοια, ακριβώς επειδή η βία ασκείται για την αφαίρεση (ως μέσο προς σκοπό) και κατά την αφαίρεση. Η ποινή που απειλείται για την πράξη της ληστρικής κλοπής δεν διαφοροποιείται από αυτές που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 380 Π.Κ.

Το πλαίσιο εφαρμογής της γενικής διάταξης του άρθρου 381 Π.Κ.

Το άρθρο 381 Π.Κ. είναι μια γενική διάταξη που εντοπίζεται στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας του Ποινικού Κώδικα και αποτελεί υλοποίηση της πρόθεσης του νομοθέτη να εισάγει μορφή συνδιαλλαγής στο Ποινικό Δίκαιο, επί των ανωτέρω και κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων. Ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής αποσκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κοινωνική ισορροπία, αμβλύνει την ανησυχία της κοινωνίας, και ενισχύει την επιείκεια του θύματος απέναντι στο δράστη, ο οποίος πολλές φορές και κυρίως σε εγκλήματα μικρής βαρύτητας επιθυμεί να μην τιμωρηθεί ο τελευταίος.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι αυτός ο μηχανισμός εξυπηρετεί την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, από τη μια επειδή απαλλάσσει τα δικαστήρια από την εκδίκαση υποθέσεων και από την άλλη δίνει κίνητρο στο δράστη να ικανοποιήσει τον παθόντα χωρίς να χρειαστεί να αναμείνει τη χρονοβόρα εξέλιξη της υπόθεσής του.

Από το γράμμα της παραγράφου 1, μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά ότι τόσο το αδίκημα της κλοπής όσο και της ληστείας είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενα. Η κλοπή όμως εντάσσεται στη ρύθμιση των επόμενων παραγράφων, κι έτσι ισχύουν τα εξής: Αν ο δράστης ικανοποιήσει τον παθόντα με δική του θέληση, πριν εξεταστεί για πρώτη φορά ως ύποπτος ή κατηγορούμενος είτε αποδίδοντας αυτούσιο το κλαπέν στον τελευταίο είτε χρηματικά, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου, τότε εξαλείφεται το αξιόποινο της πράξης του και μένει ατιμώρητος. Αν βέβαια ικανοποιήσει τον παθόντα μερικώς, το αξιόποινο εξαλείφεται μόνο κατά το αντίστοιχο μέρος.

Δεύτερο Στάδιο

Το δεύτερο στάδιο στο οποίο μπορεί ο δράστης να ικανοποιήσει το δράστη είναι μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο, οπότε σε αυτή την περίπτωση δεν εξαλείφεται το αξιόποινο, αλλά απαλλάσσεται απλώς από την ποινή. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο είναι να ικανοποιήσει το θύμα μετά το αμετάκλητο της παραπομπής του (του δράστη) στο ακροατήριο και μέχρι το πέρας της σε πρώτο βαθμό αποδεικτικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να απαλλαγεί από την ποινή του.

Πρέπει σε αυτό το σημείο να τονισθεί ότι η τελευταία δυνατότητα του δράστη να επιδείξει την έμπρακτη μετάνοιά του στον παθόντα είναι αφορά μόνο πράξεις που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ τα άλλα δύο στάδια καλύπτουν και τα κακουργήματα που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 381 Π.Κ. Σε αυτά όμως δεν εντάσσεται η ληστεία καθώς και οι διακεκριμένες περιπτώσεις της. Συνεπώς, ένας δράστης ληστείας δε μπορεί σε κανένα διαδικαστικό στάδιο να επιδείξει έμπρακτη μετάνοια, είτε αποδίδοντας το πράγμα αυτούσιο είτε ικανοποιώντας εντελώς τον παθόντα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω εκτεθέντα, γίνεται ξεκάθαρο ότι η απαξία των δύο αδικημάτων διαφέρει καταρχάς τόσο ως προς το είδος του χαρακτήρα τους και της προς επιβολή ποινής τους, όσο και ως προς τα ευεργετήματα που παρέχονται εκ του νόμου στο δράστη, καθώς για το αδίκημα της κλοπής είναι δυνατή η απαλλαγή από την ποινή αλλά και η εξάλειψη του αξιοποίνου, εν αντιθέσει με το αδίκημα της ληστείας, για το οποίο, όχι μόνο δεν προβλέπεται τίποτα από αυτά, αλλά σε περίπτωση παραδοχής διακεκριμένης παραλλαγής της, ο δράστης μπορεί να τιμωρηθεί και με ισόβια κάθειρξη.

Βιβλιογραφία

«ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, Στεφ. Παύλου-Ι. Μπέκας- Αν. Αποστολίδου, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, copyright 2021»

«ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Ερμηνεία-Εφαρμογή, Μιχαήλ Μαργαρίτης| Άντα Μαργαρίτη, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, copyright 2020»

barkagiannis.gr

Σχετικά Άρθρα