Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την αυξημένη εγκληματικότητα, την αυτοδικία και την αυτοάμυνα, αλλά τι πραγματικά πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση που δεχθούμε επίθεση;
Η αυτοάμυνα και η αυτοπροστασία αποτελούν ένα ανεξάντλητο πεδίο γνώσης και έρευνας, που είναι πάντα «τρέχον» αλλά προϋποθέτει εκτός από τη θεωρητική κατάρτιση και πρακτική εκπαίδευση, ώστε να μπορεί κανείς να δουλέψει και να αυτοματοποιήσει τις αντιδράσεις του σε συνθήκες εικονικής απειλής/ μάχης.
Η πρώτη αρχή της αυτοάμυνας είναι το να κάνεις τα πάντα για να μη βρεθείς στην κατάσταση να πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου από μία απειλή. Η μάχη, που είναι η τελευταία και χειρότερη επιλογή, προκύπτει όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα φυγής ή κρίνεται πως είναι αναγκαίο να προστατευθεί ένα αγαπημένο πρόσωπο, το σπίτι μας και η οικογένειά μας.
Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες βίας: η κοινωνική και η εγκληματική , που η κάθε μία έχει διαφορετικούς κανόνες και σκοπούς. Η κοινωνική βία συμβαίνει συνήθως με κίνητρο την ιεραρχία μεταξύ των νεαρών ανδρών (από καβγάδες στα φανάρια μέχρι συμπλοκές οπαδών ομάδων) και συχνά λειτουργεί με όρους υπεράσπισης μιας γυναίκας, μιας περιοχής ή της «ομάδας-αγέλης», ενώ η εγκληματική έχει κίνητρο είτε το κέρδος είτε την ικανοποίηση μίας ανεξέλεγκτης επιθυμίας (βιασμός, κ.λπ.). Ξεχωριστή κατηγορία είναι τα ιδεολογικά εγκλήματα (τρομοκρατία, ρατσιστικά εγκλήματα κ.λπ.).
Η κοινωνική και η εγκληματική βία, εφ’ όσον γίνουν αντιληπτές ως απειλή, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τους ακριβώς αντίθετους τρόπους: η κοινωνική με το χαμηλό προφίλ, τον κατευνασμό και την υποχώρηση, η εγκληματική με την επίδειξη ετοιμότητας και προβολής της εντύπωσης ότι δεν αποτελούμε «εύκολα θύματα» που θα δώσουν στους εγκληματίες να καταλάβουν ότι θα πρέπει να δώσουν μάχη.
H πρόληψη ξεκινά από την αποφυγή τοποθεσιών όπου η απειλή βίας μπορεί να εκδηλωθεί. Και εδώ, η κοινωνική και η εγκληματική βία κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις: για την αποφυγή της κοινωνικής βίας πρέπει να υπάρχει εγρήγορση στα πολυσύχναστα μέρη, ενώ για την αποφυγή της εγκληματικής βίας η πρόληψη και η εγρήγορση αφορούν τους απομονωμένους χώρους, τους έρημους δρόμους και τα σκοτεινά σημεία, εκεί δηλαδή που μπορεί να βρεθούμε μόνοι μας και μακριά από κόσμο.
Η πρακτική εφαρμογή της εγρήγορσης σε ένα δυνητικά μη ασφαλές περιβάλλον αφορά τη διασφάλιση δύο νοητών περιμέτρων, η παραβίαση των οποίων πρέπει να μας θέσει σε συναγερμό και να μας οδηγήσει σε κάποιου είδους αντίδραση. Σε σκοτεινούς ή απομονωμένους χώρους η εξωτερική περίμετρος είναι περίπου πέντε μέτρα γύρω μας παρ’ ότι υπάρχει άπλετος άδειος χώρος γύρω του, θα πρέπει απαραιτήτως να κινηθούμε για να ανοίξουμε πάλι και να διατηρήσουμε την απόσταση. Αν ο άγνωστος προσπαθήσει να ξαναμπεί στην περίμετρο με γοργό βηματισμό, σχεδόν σίγουρα κάτι δεν πάει καλά.
Η μικρή περίμετρος, που έχει εφαρμογή σε πιο πολυσύχναστους χώρους, αλλά και σε απομονωμένους όπου ως ένα σημείο δικαιολογείται η σχετική εγγύτητα ενός άλλου ατόμου, (παράδειγμα μια στάση λεωφορείου τη νύχτα) είναι περίπου ένα μέτρο γύρω μας, και πρέπει να διαφυλαχθεί, αν βρισκόμαστε σε μη ασφαλές περιβάλλον. Το μεγαλύτερο ποσοστό των περιστατικών βίας εκδηλώνεται μέσα στη «μικρή περίμετρο» και τις περισσότερες φορές, ξαφνικά και απροειδοποίητα. Αν δεν μπορούμε να φύγουμε αμέσως από το σημείο απλώνουμε τα χέρια μπροστά με τις παλάμες προς τα έξω ανάμεσα σε εμάς και το επικίνδυνο άτομο, λέγοντας «ήρεμα, δεν θέλω να τσακωθώ, όλα εντάξει» ή κάτι αντίστοιχα κατευναστικό, ελέγχοντας όμως παράλληλα τον χώρο με τα χέρια έτοιμα να μπλοκάρουν ένα ξαφνικό κτύπημα. Αν επιχειρήσει να κατεβάσει τα χέρια μας ή να τα σπρώξει στο πλάι, τον σπρώχνουμε πίσω (προειδοποίηση) φωνάζοντας πλέον «μείνε εκεί, στάσου πίσω, μην έρθεις πιο κοντά», αν όμως ξαναεπιχειρήσει να κατεβάσει τον «φράχτη» μας τότε η διαδικασία της επίθεσής του έχει αρχίσει και δικαιολογούμαστε να χρησιμοποιήσουμε προληπτική βία.
Όταν δεχόμαστε σοβαρή απειλή και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής η καλύτερη επιλογή είναι να χτυπήσουμε πρώτοι, εν ψυχρώ.
Όταν η μάχη ξεκινήσει, και πρόκειται για πραγματικό και υπαρκτό κίνδυνο για τη ζωή, δεν πρέπει να σταματήσουμε την επίθεση ή αντεπίθεσή μας παρά μόνο όταν η απειλή έχει εξουδετερωθεί πλήρως, δεν μπορεί δηλαδή να μας απειλήσει πια.