Ο Μοχάμεντ Χαλίφα, ηλικίας 39 ετών, γεννημένος στη Σαουδική Αραβία, ομολόγησε την ενοχή του τον Δεκέμβριο στην κατηγορία της «υποστήριξης» και της «ένταξης» σε «τρομοκρατική οργάνωση που προκάλεσε θανάτους».
Ο Καναδός τζιχαντιστής ο οποίος υπήρξε παράγοντας-κλειδί στην προπαγάνδα της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), αφού ήταν ο αφηγητής σε πολλά από τα βίντεο της, καταδικάστηκε χθες Παρασκευή από την αμερικανική δικαιοσύνη με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, έφυγε από τον Καναδά το 2013 για να ενταχθεί στις τάξεις του ΙΚ στη Συρία. Ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία στο αυτοανακηρυγμένο «χαλιφάτο» της οργάνωσης, που κατείχε από το 2014 ως το 2019 εδάφη του Ιράκ και της Συρίας.
Από το 2014, έγινε «μέλος κλειδί» του πυρήνα προπαγάνδας της τζιχαντιστικής οργάνωσης, κυρίως λόγω του ότι γνώριζε άπταιστα αγγλικά και αραβικά.
Ο πυρήνας παρήγαγε βίντεο με εκτελέσεις ξένων ομήρων, συμπεριλαμβανομένων των Αμερικανών δημοσιογράφων Τζέιμς Φόλι και Στίβεν Σότλοφ, που αποκεφαλίστηκαν το 2014.
Ο Μοχάμεντ Χαλίφα προσωπικά ήταν η «voice off» (ο αφηγητής εκτός κάμερας) στα αγγλικά «πολλών εξαιρετικά βίαιων βίντεο του ΙΚ», συμπεριλαμβανομένων δύο με τίτλο «Οι φλόγες του πολέμου», το πρώτο από τα οποία γυρίστηκε το 2014 και το δεύτερο το 2017 και στα οποία καταγράφονται εκτελέσεις Σύρων στρατιωτών.
Φέρεται επίσης να ήταν ο αφηγητής σε «βίντεο στρατολόγησης», με εικόνες από τις επιθέσεις της οργάνωσης στη Γαλλία και στο Βέλγιο, που είχαν σκοπό να υποκινηθούν επίδοξοι τζιχαντιστές να περάσουν στη δράση.
Το 2019, αιχμαλωτίστηκε από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (ΣΔΔ), συμμαχία στην οποία η κύρια συνιστώσα είναι οι Κούρδοι.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο καναδικό τηλεοπτικό δίκτυο CBC από τη φυλακή του στη Συρία, ο Μοχάμεντ Χαλίφα, γνωστός επίσης και ως Αμπού Ριντουάν αλ Καναντί, δεν επέδειξε την παραμικρή μεταμέλεια για τις πράξεις του. Είπε πως θα ήθελε να επιστρέψει στον Καναδά μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, αλλά υπό τον όρο ότι δεν θα δικαζόταν.
Όμως το 2021 παραδόθηκε από τις ΣΔΔ στις αμερικανικές αρχές και μετήχθη στις ΗΠΑ.