Έτσι λοιπόν την ώρα που σύσσωμος ο Κρητικός λαός αποδεκάτιζε τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές στην μεγαλειώδη μάχη της Κρήτης στο διάστημα 20 Μαΐου -1η Ιουνίου 1941, την ώρα που ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβαζαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη τη νύκτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941, οι Τούρκοι διαπραγματευόταν για να τα βρουν με τον Χίτλερ.
Την ώρα που ο Ελληνικός λαός έδινε σύσσωμος τη μάχη της Εθνικής Αντίστασης ενάντια στον Άξονα, η Τουρκία προχωρούσε στη Σύναψη Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας με τον Χίτλερ και τους ναζί.
Έτσι σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία πολέμησε τους Ιταλούς στη Βόρειο Ήπειρο και τους Γερμανούς στο Ρούπελ, η Τουρκία τάχθηκε ανοιχτά και επίσημα με το μέρος των ναζί.
Frank G. Weber: «Ο επιτήδειος ουδέτερος. Η τουρκική πολιτική κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.» (ΙΙ)
Το επόμενο κείμενο είναι από το βιβλίο του Frank G. Weber «Ο επιτήδειος ουδέτερος. Η τουρκική πολιτική κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετάφραση: Εύη Νάντσου. Εκδόσεις Θετίλη, Αθήνα, 1979. Σελ. 29-32.
Κείμενο: Frank G. Weber
Ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός είχαν τελείως διαφορετική ψυχοσύνθεση. Ο Ατατούρκ είχε αλαζονικό χαρακτήρα, επιβλητική εμφάνιση και, όταν το επιθυμούσε, μία παιδική χάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπινε πολύ, έπαιζε πόκερ με μανία, και ξενυχτούσε. Ο Ινονού πάλι ήταν ένας έξυπνος στρατιώτης με σπαρτιατικές συνήθειες, δεν αγαπούσε το ποτό και τα χαρτιά, και προτιμούσε την παρέα της οικογενείας του από τις ολονύκτιες διασκεδάσεις του Ατατούρκ στο Ξενοδοχείο «Άνκαρα Παλάς». Οι δύο άνδρες μπορούσαν να διαπληκτίζονται έντονα, ο οξύθυμος όμως Ατατούρκ λησμονούσε την μνησικακία του γρηγορότερα από τον ήρεμο Ινονού. Διεδίδετο ότι ο Ινονού είχε προσπαθήσει να κάνει τον Ατατούρκ έναν επίτιμο αρχηγό του κράτους, χωρίς πραγματική ισχύ. Έλεγαν ότι ο Ατατούρκ είχε ανακαλύψει αυτή την συνωμοσία και ότι, πριν ακριβώς από τον θάνατο του, σχεδίαζε ν’ απομακρύνει τον Ινονού στο Λονδίνο ή την Ουάσιγκτων ως πρεσβευτή. Το μέγεθος της διαμάχης μεταξύ των δύο ανδρών δεν καθορίστηκε ποτέ από αξιόπιστες πηγές, οι διπλωμάτες όμως στην Άγκυρα ήταν βέβαιοι πως, όταν η ισχύς θα περνούσε από τον ένα στον άλλο, θ’ άλλαζε και η τουρκική εξωτερική πολιτική.
Αν ο Ινονού ήταν λιγόλογος, ο Υπουργός του των Εξωτερικών, Τεφίκ Ρουστή Αράς, μερικές φορές φλυαρούσε υπερβολικά. Σε διπλωματικές δεξιώσεις, μπορούσε να γίνεται ανησυχητικά φλύαρος. Τόσο όμως ο Σερ Πέρσυ Λόραιν όσο και ο Βίλελμ φον Κέλλερ, ο Βρετανός και ο Γερμανός πρεσβευτής, συμφωνούσαν ότι η συζήτηση μαζί του είχε ενδιαφέρον και ότι επηρέαζε σημαντικά τον Ινονού και τον Ατατούρκ. Ο Κέλλερ τον περιέγραφε σαν έναν καιροσκόπο με μεγάλη ικανότητα να επιλέγει την κατάλληλη στιγμή για κάθε κίνησή του. Πρώτος στόχος του Αράς ήταν η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης και η επίτευξη απόλυτης τουρκικής κυριαρχίας στα Στενά. Οι Τούρκοι είχαν αρκετές φορές θέσει το θέμα για συζήτηση στην Κοινωνία των Εθνών, μέχρι τότε όμως δεν είχαν επιτύχει τίποτα περισσότερο από συζητήσεις. Τότε, στις 7 Μαρτίου 1936, ο Γερμανικός στρατός ανακατέλαβε την Ρηνανία και άρχισε την οχύρωσή της. Όπως είπε ο Αράς στον Κέλλερ, τώρα πλέον οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπορούσαν να αρνηθούν τίποτα στους Τούρκους, αφού οι ίδιες αυτές Δυνάμεις ανέχονταν τις παραβιάσεις της Συνθήκης από τον Αδόλφο Χίτλερ.
Στο Λονδίνο, μερικοί Βρετανοί εμπειρογνώμονες των εξωτερικών και στρατιωτικών υποθέσεων, φαινομενικά συμφώνησαν με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών. Στη Λωζάννη, το 1923, οι Βρετανοί είχαν αφαιρέσει από τους Τούρκους τον έλεγχο των Στενών, ώστε ο στόλος τους να μπορεί σε περίπτωση εχθροπραξιών να κυνηγήσει τον Σοβιετικό στόλο μέσα στη Μαύρη Θάλασσα και να καταστρέψει τα ναυπηγεία και τα οπλοστάσια που βρίσκονταν στις ακτές της. Το 1936, όμως, οι Βρετανοί είχαν πολύ περισσότερο πανικοβληθεί με την επιβολή υποχρεωτικής θητείας στην Γερμανία από τον Χίτλερ και με την επίθεση του Μουσολίνι εναντίον της Αβησσυνίας, από όσο είχαν πανικοβληθεί με τον Σοβιετικό στόλο. Έτσι λοιπόν, το Βρετανικό Υπουργείο Στρατιωτικών και το Ναυαρχείο συνέταξαν ένα κοινό υπόμνημα που υπέβαλαν στο Φόρεϊν Όφφις. Το υπόμνημα αυτό προέτρεπε την Βρετανική κυβέρνηση να συνάψει συμμαχία με την Τουρκία και να προετοιμάσει το έδαφος γι’ αυτήν, υποστηρίζοντας την εκ νέου ανάθεση στην Τουρκία του ελέγχου των Στενών. Το υπόμνημα προέβαλλε αρκετά επιχειρήματα υπέρ μιας αγγλο-τουρκικής συμμαχίας. Η συμμαχία αύτη θα εμπόδιζε την σοβιετική επέκταση στη Μεσόγειο και ταυτοχρόνως θα χρησίμευε σαν αντίβαρο εναντίον μιας ιταλικής επιθέσεως σ’ αυτήν την περιοχή. Θ’ απέκλειε την γερμανική οικονομική διείσδυση στην Τουρκία, διείσδυση η οποία το 1914, είχε φέρει την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Βρετανίας. Τέλος, μία τέτοια συμμαχία θα περιόριζε τις δολοπλοκίες των Τούρκων για εδαφική επέκταση εις βάρος του Ιράκ, πελάτη της Βρετανίας, και θ’ απέκλειε, την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει ένας εχθρός τις τουρκικές αεροπορικές βάσεις για να βομβαρδίσει την Διώρυγα του Σουέζ.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν και οι εμπειρογνώμονες σύμβουλοι του επί των υποθέσεων της Εγγύς Ανατολής, συζήτησαν και μελέτησαν διεξοδικά το υπόμνημα αυτό. Δέχθηκαν όλες τις στρατηγικές απόψεις που ανέφεραν οι στρατιωτικοί, απέρριψαν όμως την πρόταση μιας αγγλο-τουρκικής συμμαχίας. Το φόρεϊν Όφφις πίστευε ότι οποιαδήποτε μονομερής προσέγγιση προς την Τουρκία θα ερμηνευόταν από τις άλλες Δυνάμεις ως συνωμοσία. Ανησυχούσε ιδιαίτερα για τις αντιδράσεις της Γαλλικής κυβερνήσεως, η οποία είχε δυσφορήσει έντονα, διότι είχε μείνει έξω από την αγγλο-γερμανική ναυτική συμφωνία του προηγουμένου έτους. Άλλωστε, μία βρετανική πρωτοβουλία υπέρ των Τούρκων μπορούσε να δώσει στις άλλες δυνάμεις την εντύπωση ότι το Λονδίνο δεν ένιωθε πολύ σίγουρο για την άμυνά του και ότι αισθανόταν υποχρεωμένο ν’ αναζητήσει υποστήριξη οιασδήποτε μορφής. Κυρίως, σύμφωνα με τα λόγια ενός παρατηρητή, «δεν θα ήταν σωστό να τρέχουμε πίσω από τους Τούρκους.»
Είναι πιθανόν η απόφαση του Ήντεν στις αρχές του 1936, να υπήρξε λανθασμένη. Μέσα σε λίγους μήνες, οι Τούρκοι ανέκτησαν τον έλεγχο των Στενών, με τη Συνθήκη του Μοντραί, χωρίς ν’ αναλάβουν καμία υποχρέωση έναντι της Βρετανίας. Η διπλωματική αυτή νίκη τούς ενθάρρυνε να απαιτούν περαιτέρω αναθεωρήσεις της Συνθήκης, για να βελτιώσουν τα σύνορά τους με τη Συρία. Μη έχοντας υποχρεώσεις σε καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι Τούρκοι δέχονταν προσφορές απ’ όλους, δημιουργώντας μία κατάσταση την οποία εκμεταλλεύθηκαν εις βάρος της Βρετανίας, μέχρι σχεδόν το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ίδιος ο Γερμανός πρεσβευτής Κέλλερ, που φαίνεται ότι κάτι γνώριζε για τις διαβουλεύσεις στο Λονδίνο, αναρωτιόταν γιατί οι Βρετανοί δεν είχαν υπογράψει μία συμφωνία με τους Τούρκους. Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή ανέφερε τους ίδιους σχεδόν λόγους πού είχαν αναφέρει και οι Βρετανοί στρατιωτικοί και ναυτικοί εμπειρογνώμονες, προσθέτοντας μάλιστα έναν ακόμη λόγο. Ο Κέλλερ παρατηρούσε ότι η αιγυπτιακή πολιτική σκηνή γινόταν όλο και περισσότερο αβέβαιη για την Βρετανία. Το Ουάφντ ή Εθνικιστικό Κόμμα, απαιτούσε με επιμονή την αποχώρηση από την Αίγυπτο των Βρετανικών στρατευμάτων. Τα στρατεύματα παρέμεναν, αλλά μία αγγλο-αίγυπτιακή συνθήκη του 1936, περιόριζε τις βάσεις και τις επιχειρήσεις τους στην ζώνη της διώρυγας του Σουέζ. Η ζωτική γραμμή επικοινωνίας με την Ινδία δεν είχε διακοπεί, είχε όμως σοβαρά διαταραχθεί. Ο Κέλλερ πίστευε ότι, συγκριτικά, είχε ανέβει η αξία της διελεύσεως δια ξηράς μέσω της Τουρκίας προς τον Περσικό Κόλπο, και ότι αυτό το γνώριζε καλά ο Υπουργός Εξωτερικών Αράς.
Η Τουρκία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Του Μανώλη Στούκα
Ο επιτήδειος ουδέτερος: Η Τουρκία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Του Μανώλη Στούκα –
2-11-2019 Εφημερίδα Πρώτο Θέμα- Ηλεκτρονική έκδοση
Πόσο ουδέτερη ήταν η Τουρκία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ατράνταχτα ντοκουμέντα μέσα από βρετανικά και γερμανικά αρχεία που καταρρίπτουν τον μύθο της ουδετερότητας της γειτονικής χώρας
Για τη στάση της Τουρκίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει παγιωθεί και στο μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων η άποψη ότι η γειτονική χώρα κράτησε μία πολιτική ίσων αποστάσεων από τους αντιπάλους, μία πολιτική ουδετερότητας.
Όμως όπως θα δούμε στο σημερινό μας άρθρο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αν και η Τουρκία δεν πολέμησε ποτέ οι διπλωμάτες της ανέπτυξαν έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα. Πέτυχαν να διατηρήσουν τη χώρα τους ανέπαφη, ισορρόπησαν σε δύο βάρκες και τελικά η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία ουσιαστικά μετά τη λήξη του.
Η επιστολή του Χίτλερ στον Ινονού
Ειδικότερα στις 4 Μαρτίου 1941 ο Χίτλερ έστειλε επιστολή προς τον τούρκο πρόεδρο Ισμέτ Ινονού την οποία του παρέδωσε ο πρέσβης της χιτλερικής Γερμανίας στην Άγκυρα φον Πάπεν. Στην επιστολή του ο Χίτλερ έδινε τη διαβεβαίωση στην Άγκυρα ότι δεν επρόκειτο να επιτεθεί στην Τουρκία και για τον λόγο αυτόν τα ναζιστικά στρατεύματα που είχαν μπει στη Βουλγαρία θα έμεναν μακριά από τα σύνορα με την Τουρκία, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Επιπλέον όπως προκύπτει από δημοσίευμα της αγγλικής εφημερίδας Daily Mail στις 5 Μαρτίου 1941, ο Χίτλερ διεμήνυε στον Ινονού ότι ενδιαφερόταν να φροντίσει τα τουρκικά συμφέροντα και την ευημερία της Τουρκίας. Μάλιστα σύμφωνα με το τουρκικό ραδιόφωνο ο Ινονού άκουγε με προσοχή το μήνυμα του Χίτλερ καθώς του το διάβαζε ο φον Πάπεν κατά την επίσκεψή του στο Προεδρικό Μέγαρο στην Άγκυρα. Στη συνέχεια ο Ινονού ζήτησε από τον φον Πάπεν να ευχαριστήσει εκ μέρους του τον Χίτλερ για αυτήν «την ευγενική του πράξη»!!! Η επιστολή Χίτλερ στη συνέχεια αποτέλεσε αντικείμενο 6ωρης συζήτησης στο τουρκική υπουργικό συμβούλιο στις 5 Μαρτίου 1941.
Στην επιστολή αυτή του Χίτλερ, τελικά απάντησε ο Ινονού στις 19 Μαρτίου 1941.
Το βέβαιο είναι πάντως ότι όταν στις 6 Απριλίου 1941 ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πατρίδα μας και ο ελληνικός λαός έδινε τιτάνιο αγώνα, την ίδια ώρα οι Τούρκοι έκαναν μπίζνες με τους ναζί για να τα κονομήσουν ως συνήθως.
«Μέγας και μεγαλοφυής αναδημιουργός της νέας Τουρκίας» ο Κεμάλ σύμφωνα με τον Χίτλερ
Η πρόθεση του Χίτλερ για συνδιαλλαγή με την Τουρκία εκτός από την επιστολή του της 4ης Μαρτίου 1941 φάνηκε και σε μια αποστροφή του περίφημου τότε λόγου του στις 4 Μαΐου 1941 στο γερμανικό Ράιχσταγκ για τα ζητήματα του πολέμου στα Βαλκάνια όπου επισήμανε ότι από τη στιγμή της ανόδου του στην εξουσία προσπάθησε να επιτύχει στενή συνεργασία με την Τουρκία η οποία να στηρίζεται σε βάσεις οικονομικής ωφέλειας. Μάλιστα παρατήρησε ότι η Τουρκία ήταν σύμμαχος με τη Γερμανία στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πόλεμος που σύμφωνα με τον Χίτλερ έβλαψε τόσο την Τουρκία όσο και τη Γερμανία. Και στη συνέχεια αναφέρθηκε στον Κεμάλ χαρακτηρίζοντάς τον ως «μέγα και μεγαλοφυή αναδημιουργό της νέας Τουρκίας».
Αυτά έλεγε ο Χίτλερ για τον Κεμάλ και την Τουρκία τον Μάιο του 1941 όταν η γερμανική μπότα είχε κατακτήσει την Ελλάδα πλην Κρήτης.
Το Σύμφωνο Φιλίας της Τουρκίας με τον Χίτλερ
Έτσι τελικά στις 18 Ιουνίου 1941, η Τουρκία συνήψε με τη ναζιστική Γερμανία και τον Χίτλερ την Γερμανο-Τουρκική Συνθήκη Φιλίας. Η Συνθήκη υπογράφτηκε στην Άγκυρα από τον πρέσβη της χιτλερικής Γερμανίας Φραντς φον Πάπεν και τον τούρκο υπουργό εξωτερικών Μεχμέτ Σουκρού Σαράτζογλου όπως φαίνεται και στην σχετική φωτογραφία και την οποία έχουμε ήδη δημοσιεύσει στην ΥΠΕΡΒΑΣΗ News στις 5 Απριλίου 2021 στη σελ. 3.
Επρόκειτο για ένα Σύμφωνο μη επιθέσεως διαρκείας δέκα ετών στο οποίο πέραν των άλλων Χίτλερ και Τουρκία συμφωνούσαν σε αμοιβαίο σεβασμό των συνόρων τους καθώς και σε ειρηνική επίλυση των διαφορών τους (Daily Mail 19/6/1941).
Ειδικότερα στο προοίμιο της Συνθήκης αναφερόταν ότι Γερμανία και Τουρκία έχοντας την επιθυμία να αποκαταστήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις «επί βάσεως αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ειλικρινούς φιλίας» αποφάσισαν να συνάψουν Συμφωνία υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των υποχρεώσεων που είχαν μέχρι τότε οι δύο χώρες και για τον λόγο αυτόν διόρισαν ως πληρεξουσίους των δύο πλευρών για την υπογραφή της Συμφωνίας τον πρέσβη Φράντς φον Πάπεν εκ μέρους της Γερμανίας και τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Σουκρού Σαράτσογλου.
Στη συνέχεια στο άρθρο 1 της Συνθήκης αναφερόταν ότι Γερμανία και Τουρκία αναλαμβάνουν να σεβαστούν αμοιβαίως την ακεραιότητα και το απαραβίαστον του εθνικού εδάφους τους και να μην λαμβάνουν κανένα μέτρο το οποίο να στρέφεται άμεσα ή έμμεσα κατά του άλλου συμβαλλομένου μέρους.
Στο άρθρο 2 της Συνθήκης προβλεπόταν ότι Γερμανία και Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση στο μέλλον να έρχονται φιλικώς εις επαφήν σε σχέση με όλα τα ζητήματα που αφορούν αμοιβαίως τα συμφέροντά τους προκειμένου να καταλήγουν σε συμφωνία ως προς τον τρόπο με τον οποίον θα χειριστούν παρόμοια ζητήματα.
Το άρθρο 3 προέβλεπε τα περί της κύρωσης της Συνθήκης η οποία θα ήταν δεκαετούς διάρκειας ενώ θα μπορούσε με συμφωνία των μερών και να παραταθεί.
Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας οι δύο πλευρές αντάλλαξαν διακοινώσεις ως προς τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών μιας και οι Τούρκοι ως γνωστόν δεν κάνουν τίποτε στο τζάμπα.
Σε δηλώσεις του ο Σαράτσογλου επεσήμανε με νόημα ότι κατά την διάρκεια όλων των σοβαρών γεγονότων τους τελευταίους αιώνες η Τουρκία και η Γερμανία δεν ήταν ποτέ αντίπαλοι και οι σχέσεις τους ήταν άμεμπτες. Μάλιστα με το Σύμφωνο φιλίας έθεσαν σε στερεότερες βάσεις την φιλία τους. Και συνέχισε λέγοντας ότι τα δύο έθνη παρείχαν αμοιβαία τη διαβεβαίωση ότι και εις το μέλλον ουδέποτε θα έχουν διαφορές. Και κατέληξε χαρακτηρίζοντας το Σύμφωνο «σπουδαίο ιστορικό έγγραφο φιλίας».
Στη συνέχεια στις 5 Ιουλίου 1941 σε ειδική τελετή στην αίθουσα των Πρέσβεων του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Βερολίνο έγινε η ανταλλαγή των επικυρωτικών εγγράφων μεταξύ της τουρκικής και της γερμανικής αντιπροσωπείας στην οποία από τουρκικής πλευράς συμμετείχαν ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών Cevat Acikalin, ο τούρκος πρέσβης στο Βερολίνο Huesrev Gerede και από γερμανικής πλευράς ο γενικός γραμματέας του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών Ernst von Weizsäcker πατέρας του πρώην Προέδρου της Γερμανίας Richard Karl Freiherr von Weizsäcker τη δεκαετία 1984-1994, και ο τότε αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών Ernst Woermann.
Το κείμενο του Γερμανοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας μετά την επικύρωσή του δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της ναζιστικής Γερμανίας.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τη σύναψη του Γερμανο-Τουρκικού Συμφώνου μη επιθέσεως ο Χίτλερ στις 22 Ιουνίου 1941 επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, έχοντας όμως καθυστερήσει λόγω της ελληνικής αντίστασης στο Ρούπελ και στη μάχη της Κρήτης όπου αποδεκατίστηκαν οι αλεξιπτωτιστές του. Άλλωστε είναι ιστορικά γνωστό ότι ο Χίτλερ έχασε τη μάχη με τον ρωσικό χειμώνα λόγω της ελληνικής αντίστασης και της συνακόλουθης καθυστέρησης.
Η Συμφωνία Clodius
Στη συνέχεια τον Οκτώβριο 1941 η Τουρκία υπέγραψε με το Χίτλερ την Συμφωνία Clodius με βάση την οποία εφοδίασε τη ναζιστική πολεμική μηχανή με 45.000 τόνους χρωμίου το διάστημα 1941-42 και με 90.000 τόνους χρωμίου κατ΄ έτος το 1943 και 1944, παρέχοντας έτσι στους ναζί ένα υπερπολύτιμο μέταλλο που χρησιμοποιείται στη διαδικασία κατασκευής όπλων.
Οι οικονομικές σχέσεις της Τουρκίας με τη ναζιστική Γερμανία συνεχίστηκαν απρόσκοπτα. Μάλιστα στις 26 Φεβρουαρίου 1943 πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία η Διάσκεψη του Τουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Βερολίνο. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε η ετήσια Γενική Συνέλευση στα γραφεία του Τουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για τη Γερμανία στο Βερολίνο, στην περίφημη λεωφόρο Kurfürstendamm, παρουσία του Τούρκου πρέσβη στο Βερολίνο Saffet Arikan.
Και το κερασάκι στην τούρτα ήταν η απαίτηση της Τουρκίας να της παραχωρηθούν συγκεκριμένα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου προκειμένου να προσχωρήσει στον Άξονα, όπως αποκάλυψε ο Χίτλερ στον Μουσολίνι σε συνάντησή τους στις 29/4/1942 στο Σάλτσμπουργκ (www.sportime.gr 17/2/2021).
Την ίδια στιγμή όμως η Άγκυρα ακολουθώντας τη γνωστή της καιροσκοπική πολιτική πουλούσε χρώμιο και στους Αγγλο-αμερικάνους καθώς και αποξηραμένα φρούτα και καπνό.
Και κάτι ακόμη. Μόλις η Τουρκία είδε ότι έρχεται η συντριβή του Χίτλερ και καθώς τον Αύγουστο του 1944 ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε στη Βουλγαρία, η Άγκυρα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τους ναζί.
Περίμενε όμως μέχρι τις 23 Φεβρουαρίου 1945 για να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία μιας και δεν ήταν σίγουρη για το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου.
Έτσι η Άγκυρα κατάφερε να πλασαριστεί μαζί με τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!!!
*O Νότης Μαριάς είναι Καθηγητής Θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην Ευρωβουλευτής, notismarias@gmail.com