Η Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος καθιερώθηκε το 1998 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων και τιμάται κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου. Την πρωτοβουλία είχαν τρεις βουλευτές του ΠΑΣΟΚ με μικρασιατική καταγωγή, ο Γιάννης Καψής, ο Γιάννης Διαμαντίδης και ο Γιάννης Χαραλάμπους.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας πίσω από την οποία όπως φάνηκε κρυβόταν και Γερμανικός παράγοντας, ήταν η σκόπιμη και συστηματική εξόντωση, μέχρι το 1923, των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Μικρά Ασίας (κυρίως της Ιωνίας, Καππαδοκίας, Πόντου, Βιθυνίας), από τους μηχανισμούς της οθωμανικής κυβέρνησης των εθνικιστών Νεότουρκων και του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ.
Αιτία για την γενοκτονία υπήρξαν πολιτικοί αλλά και οικονομικοί παράγοντες
Η γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, συνδέεται άμεσα με την κορύφωση του τουρκικού εθνικισμού, όπως εκφράστηκε από την ιδεολογία των Νεότουρκων του Κεμάλ Ατατούρκ. Το κίνημα των τελευταίων, που ξέσπασε το 1908, υπήρξε αποφασιστικό σημείο στην τουρκική ιστορία και ταυτόχρονα αρνητικός σταθμός για την πορεία του Ελληνισμού της χώρας.
Παράλληλα, η εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκάλεσαν περαιτέρω έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, ενώ οι μειονότητες της χώρας αντιμετωπίζονταν με απροκάλυπτη εχθρότητα.
Ένας επιπλέον λόγος, που προκάλεσε τη γενοκτονία, ήταν και ο οικονομικός παράγοντας. Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της βιομηχανίας είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των Ελλήνων, γεγονός που αποτελούσε εμπόδιο στην επιδίωξη των Γερμανών να ολοκληρώσουν την οικονομική διείσδυση στην υπανάπτυκτη Οθωμανική Αυτοκρατορία.Προς αυτό το σκοπό, προπαγανδιστικά φυλλάδια της Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης, το 1915, προέτρεπαν τους Τούρκους να μην έχουν καμία οικονομική σχέση με Έλληνες και Αρμένιους.
Γερμανοί στρατιωτικοί υπέδειξαν τον εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών της ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό τη συστηματική μεθόδευση της μαζικής μεταφοράς χιλιάδων Ελλήνων, θεωρητικά για «στρατιωτικούς λόγους», που στην εφαρμογή του, αποσκοπούσε στη φυσική τους εξόντωση.
Η έναρξη γενικευμένων διωγμών ξεκίνησε κατά τα τέλη του 1913, με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ενώ αρχικός στόχος ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης. Με την καθοδήγηση όμως Γερμανών συμβούλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, από τον Μαϊού του 1914, οι διώξεις επεκτάθηκαν επίσης και στη δυτική Μικρά Ασία.
Οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να υπογράψουν πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν ηθελημένα τα σπίτια τους
Σε διαταγή της Οθωμανικής Κυβέρνησης στις 14 Μαΐου 1914, η οποία διοχετεύτηκε στον ευρωπαϊκό τύπο, δίνονταν οδηγίες για τη διεξαγωγή του εκτοπισμού του ελληνικού πληθυσμού, ενώ υπενθυμίζονταν ότι έπρεπε οι εκτοπισμένοι να υπογράψουν πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν ηθελημένα τα σπίτια τους. Για τους εκτοπισμούς φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι εμπνευσμένες από Γερμανούς συμβούλους. Ήδη από το τέλος του 1913 τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας είχε αναλάβει ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς. Ο τελευταίος θεώρησε ως επιτακτική ανάγκη την απομάκρυνση από τις περιοχές που γειτνιάζουν με την Ελλάδα, δηλαδή τα δυτικά μικρασιατικά παράλια, των ελληνικών πληθυσμών.
Αρχικά σημειώθηκε οργανωμένη ανθελληνική εκστρατεία στον τουρκικό τύπο και εντάθηκαν οι πιέσεις ώστε να προκληθεί εκούσια φυγή των ελληνικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα, δίνονταν οπλισμός στον τουρκικό πληθυσμό, ενώ απαγορεύονταν η κατοχή όπλων στους Έλληνες. Επίσης, δημιουργήθηκε πρόχειρη χωροφυλακή, αμιγώς από Τούρκους, για να αναλάβει την επιχείρηση της εκκένωση. Τελικά, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς την Ελλάδα, που δέχτηκε εκείνο το διάστημα το πρώτο κύμα προσφύγων, εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη
Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνισμός των μεγάλων αστικών κέντρων, Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, δεν εκτοπίστηκε λόγω πρακτικών δυσκολιών που συναντούσε το εγχείρημα. Όμως δηλώσεις Οθωμανών αξιωματούχων προκαλούσαν ιδιαίτερο πανικό για το μέλλον των κοινοτήτων των αστικών αυτών κέντρων, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός να τα εγκαταλείψει. Παράλληλα, ο οικονομικός αποκλεισμός, οι διώξεις κατά συγκεκριμένων προσωπικοτήτων και η άρση των παλιών προνομίων των κοινοτήτων, δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας,
Χαρακτηριστικό της εγκατάλειψης ήταν και η μείωση του αριθμού των μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης κατά 30%-40%.
Είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – έναρξη νέων διωγμών
Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σήμανε και την έναρξη νέων κυμάτων διωγμών. Αρχικά εφαρμόστηκαν σειρά από οικονομικά μέτρα, για την ικανοποίηση των αναγκών του πολέμου. Πέρα από την κατάργηση των διομολογήσεων, πραγματοποιήθηκαν επιτάξεις με καθαρά εθνικές διακρίσεις εντός του πληθυσμού, ενώ επιτάσσονταν, θεωρητικά για τις πολεμικές ανάγκες, ακόμη και είδη πολυτελείας. Το 1915, η οθωμανική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να θέσει το εμπόριο αποκλειστικά σε τουρκικά χέρια, ίδρυσε στη Σμύρνη μια αποκλειστικά μουσουλμανική εταιρεία, που ασκούσε το μονοπώλιο στις εισαγωγές και εξαγωγές. Επιπρόσθετα, οι οθωμανικές αρχές απαίτησαν την απόλυση όλων των Ελλήνων που απασχολούνταν σε ξένες επιχειρήσεις στη Σμύρνη
Ένα ακόμη σημαντικό μέτρο που ενεργοποίησε τη επόμενη φάση των μαζικών εξοντώσεων, ενώ αρχικά φαινόταν ως μέτρο προώθησης της ισότητας των μειονοτήτων, ήταν η στρατιωτική θητεία. Το διάταγμα για τη μαζική στρατολόγηση, αφορούσε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους από 20 έως 45 ετών, ενώ υπήρχε η δυνατότητα εξαγοράς. Όσοι ήταν πάνω από 45 ετών, υποχρεώθηκαν να εργαστούν στα “Τάγματα Εργασίας”, το οποία ουσιαστικά ήταν στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξόντωση των ελληνικών, αλλά και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών της χώρας. Για τις μεγαλύτερες ηλικίες η στρατιωτική θητεία υποκαταστάθηκε με καταναγκαστικά έργα σε λατομεία, ορυχεία, δρόμους και αγρούς. Οι πορείες προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, πραγματοποιούνταν σε άθλιες συνθήκες, ενώ όσοι επιβίωναν της απάνθρωπης πεζοπορίας και των επιδημιών, κατέληγαν και οδηγούνταν υποσιτισμένοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, σε Άγκυρα, Ικόνιο, Σεβάστεια, Ερζερούμ ή Μερσίνη.
Τα «Τάγματα Εργασίας»
Οι εκτοπίσεις ελληνικών πληθυσμών στη δυτική Μικρά Ασία γενικεύτηκαν από τη στιγμή που ξεκίνησε η πολεμική επιχείρηση στα Δαρδανέλλια, τον Φεβρουάριο του 1915. Οι μετατοπίσεις εξυπηρετούσαν τη δημιουργία αμιγώς τουρκικών πληθυσμών στην περιοχή. Μάλιστα στους εκτοπισμένους ανακοινωνόταν ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του υποτιθέμενου κινδύνου από τον συμμαχικό στόλο. Όμως αμέσως μετά την αποχώρησή τους, τουρκικοί πληθυσμοί από γειτονικές περιοχές καταλάμβαναν τα σπίτια τους.
Η τουρκική χωροφυλακή εμφανιζόταν στους υπό διωγμό οικισμούς με ρητές διαταγές από την οθωμανική διοίκηση. Πραγματοποιούνταν άμεσα η συγκέντρωση των κατοίκων σε κάποιο κεντρικό σημείο (συνήθως στην πλατεία) και από εκεί διατάζονταν απ’ ευθείας για αναχώρηση προς άγνωστο σημείο. Οι εκτοπισμένοι απαγορεύονταν αυστηρά να μεταφέρουν μαζί τους τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Η εποχή που πραγματοποιούνταν οι εκτοπισμοί, ήταν συνήθως κατά τους χειμερινούς μήνες, με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της πεζής πορείας πραγματοποιούνταν σταθμεύσεις μόνο σε ακατοίκητες περιοχές στο ύπαιθρο, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο οι εκτοπισμένοι να εφοδιαστούν. Επίσης, απαγορεύονταν η περιποίηση των αρρώστων και η ταφή των νεκρών και τιμωρούνταν με θάνατο η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη.
Με γερμανική εισήγηση οι εκκαθαρίσεις των Ελλήνων
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, επιβάλλονταν η απολύμανση όλων σε οθωμανικά λουτρά (χαμάμ) και αμέσως μετά η έκθεση στην παγωμένη ύπαιθρο για επιθεώρηση και ιατρική εξέταση. Εκεί πραγματοποιούνταν και οι “εκκαθαρίσεις”, μεταξύ των εκτοπισμένων, μέτρο που αποδίδεται σε γερμανική εισήγηση. Η πορεία συνεχίζονταν από τους εναπομείναντες, με πλήρη ασιτία.
Προκειμένου να αποφύγουν, όσοι είχαν τη δυνατότητα, τα Τάγματα Εργασίας είτε εξαγόραζαν τη θητεία τους ξεπουλώντας όμως σε αυτή την περίπτωση την περιουσία τους, είτε, ιδιαίτερα οι φτωχότεροι, κατέφευγαν στα βουνά και χαρακτηρίζονταν λιποτάκτες από τις αρχές. Όμως οι συγγενείς τους αναγκάζονταν να υποστούν σκληρά αντίποινα, επομίζωμενοι βαρύτατες ευθύνες.Μάλιστα τον Μάρτιο του 1916, νέος οθωμανικός νόμος καταργεί την εφάπαξ εξαγορά της θητείας και θεσπίζει ετήσιο φόρο με αναδρομικό χαρακτήρα. Ως απόρροια αυτού του μέτρου, σημειώθηκαν χιλιάδες λιποταξίες, αλλά ακολούθησε αμείλικτη αντίδραση με κύμα εκτελέσεων από τους Τούρκους. Πάντως, σε σχέση με τη Γενοκτονία των Αρμενίων, που διέπραξαν οι οθωμανικές αρχές κατά τα προηγούμενα έτη, για την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών, προτιμήθηκαν λύσεις που θα οδηγούσαν στον αργό αλλά σταδιακό αφανισμό προκειμένου να αποφευχθεί, όσο το δυνατόν, η διεθνής κατακραυγή από το νέο κύμα ωμοτήτων.
Την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας περιέγραψε, στο βιβλίο του Το Νούμερο 31328, ο Ηλίας Βενέζης, ο οποίος μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υποχρεώθηκε να υπηρετήσει σε αυτά για 14 μήνες από το 1922, σε ηλικία 18 ετών. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπατριώτες του που επιβίωσαν.
Δυτική Μικρά Ασία και Πόντος
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, ξεκίνησαν από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία (περιοχή Μαρμαρά) και επεκτάθηκαν στην Ιωνία, νοτιοδυτική και τη βόρεια Μικρά Ασία. Το φθινόπωρο του 1914 εκκενώθηκαν 70 οικισμοί στην περιοχή της Μάκρης και του Λιβισίου, ενώ οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες κατοίκους, με την πίεση συνεχών διωγμών από την τουρκική χωροφυλακή, πέθαναν από ασιτία σε περιβάλλον απομόνωσης. Τον Φεβρουάριο του 1916 εκτοπίστηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Νέας Εφέσου και ακολούθησαν τους επόμενους μήνες, του Γκιουλ Μπαξέ και του Γιατζιλάρ.
Κατά την άνοιξη του επόμενου έτους, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν στο Αϊβαλί, το οποίο είχε εξαιρεθεί κατά την πρώτη περίοδο των διωγμών. Πάνω από 20.000 κάτοικοι αναγκάστηκαν σε πορεία προς την ενδοχώρα, όπου μεγάλος μέρος πέθανε από τις κακουχίες και τις ακρότητες που υπέστη από τουρκικά τμήματα. Tο γεγονός ότι η επιχείρηση εκκαθάρισης του Αϊβαλίου πραγματοποιήθηκε ύστερα από γερμανική εντολή, έκανε αμφίβολο το μέλλον του γερμανόφιλου Έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσο-τουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, για αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν πεζή πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ’ οδόν. Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα.
Το ναζιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ, από τα πρώτα του βήματα, είχε εκλάβει τις μεθοδεύσεις του τουρκικού κράτους, ως “πρότυπο έμπνευσης”.
Το “μοντέλο” του Κεμάλ παρέμενε ενεργό για το ναζιστικό κίνημα στη Γερμανία και μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χίτλερ είχε δηλώσει ότι θεωρούσε τον εαυτό του “μαθητή” του Κεμάλ, ενώ η συμβολή του τελευταίου στη διαμόρφωση της ναζιστικής ιδεολογίας διαφαίνεται έντονα και στην ίδια τη ναζιστική βιβλιογραφία.
Το ναζιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ, ήδη από τα πρώτα του βήματα, είχε εκλάβει τις μεθοδεύσεις του τουρκικού κράτους, ως πρότυπο έμπνευσης. Το επίσημο ναζιστικό όργανο Völkischer Beobachter (Λαϊκός Παρατηρητής), τον Φεβρουάριο του 1921 τόνιζε με θαυμασμό σε άρθρο με τίτλο “Τουρκία – το Πρότυπο”
«Το γερμανικό έθνος μία μέρα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να καταφύγει επίσης στις τουρκικές μεθόδους»
Ναζιστική δημοσίευση του 1925 επαινεί το νέο τουρκικό κράτος για την πολιτική “σκούπας” που επέδειξε, η οποία “πέταξε το ελληνικό στοιχείο στη θάλασσα”. Η πλειοψηφία των συγγραφέων του Γ’ Ράιχ τονίζει ότι η διπλή εθνοκάθαρση (κατά Ελλήνων και Αρμενίων) ήταν προϋπόθεση για την επιτυχία της νέας Τουρκίας. Χαρακτηριστικό απόφθεγμα δημοσίευσης του ναζιστικού κόμματος:[
«Μόνο μέσω της εξόντωσης των ελληνικών και αρμενικών φυλών στη Μικρά Ασία υπήρξε δυνατή η δημιουργία ενός τουρκικού εθνικού κράτους και ο σχηματισμός ενός ατόφιου τουρκικού κοινωνικού σώματος μέσα σε ένα κράτος».Οι εκτιμήσεις για τις ανθρώπινες απώλειες φτάνουν, τις 800.000 – 1.200.000 ψυχές
Στην εισηγητική έκθεση των τριών βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, με μικρασιατική καταγωγή, Γιάννη Καψή, Γιάννη Διαμαντίδη και Γιάννη Χαραλάμπους, οι οποίοι κατέθεσαν τη σχετική πρόταση νόμου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι:
Η κατάρρευση των ελληνικών δυνάμεων το 1922 στη Μικρά Ασία, οι σφαγές, λεηλασίες και η προσφυγιά που ακολούθησαν, αποτελούν το αποκορύφωμα μιας συστηματικής προσπάθειας εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου από τα χώματα της Μικρά Ασίας, που έβαλε τέρμα στην τρισχιλιετή παρουσία του στην πέραν του Αιγαίου Ελλάδα, μια περιοχή όπου αναπτύχθηκε η ωριμότερη φάση του ελληνικού πολιτισμού […] την τερατώδη αυτή γερμανική σύλληψη πρώτοι οι Νεότουρκοι ανέλαβαν να κάνουν πράξη. Και κοντά στις βάρβαρες ασιατικές μεθόδους του βίαιου εξισλαμισμού, του γενιτσαρισμού και των κατά τακτά διαστήματα φυλετικών εκκαθαρίσεων ήρθε να προστεθεί η τευτονική ψυχρή μεθοδικότητα με τη λειτουργία των περίφημων ταγμάτων εργασίας.
Με πληροφορίες απο την wikipedia / Πρακτικό της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημοσίας Τάξεως και Δικαιοσύνης / Εφημερίδα της Κυβερνήσεως – 13 Οκτωβρίου 1998