«Ζήτημα νομιμότητας και ζήτημα τιμής για την κυβέρνηση και την ΕΛΑΣ», χαρακτήρισε την σύλληψη όλων όσων εμπλέκονται στην εγκληματική δολοφονική επίθεση κατά του 31χρονου αστυνομικού στου Ρέντη, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Οικονόμου.
Παράλληλα, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η αναβάθμιση της ποινικής παρακολούθησης της υπόθεσης, θα καταφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα στις αφηνιασμένες, αφιονισμένες, εγκληματικές συμμορίες με δραστηριότητα στο ποινικό έγκλημα και με σύνδεση με την ακροδεξιά και τον αναρχικό χώρο, όπως τις χαρακτήρισε.
Μιλώντας στην Βουλή, κατά τη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού του 2024, ο κ. Οικονόμου έκανε ειδική αναφορά στην οπαδική βία, μίλησε για «όξυνση της αθλητικής βίας», τόνισε ότι «έγιναν βήματα αλλά πρέπει να γίνουν ακόμα περισσότερα», ενώ επεσήμανε την ανάγκη «κοινωνικής συμμαχίας απέναντι της ώστε να μην βρίσκουν οι αγέλες των χούλιγκανς καμία ηθική, ιδεολογική και υλική υποστήριξη από κανέναν».
«Για εμάς στην κυβέρνηση, στην ελληνική αστυνομία, το μείζον είναι να συλλάβουμε όλους όσους εμπλέκονται στην οργάνωση και υλοποίηση αυτής της δολοφονικής επίθεσης, αυτής της εγκληματικής πράξης, να εξαρθρώσουμε πλήρως τις εγκληματικές οργανώσεις των χούλιγκανς, για τις οποίες παραδώσαμε πληθώρα στοιχείων στη δικαιοσύνη. Είναι ζήτημα νομιμότητας αλλά και ταυτόχρονα ζήτημα τιμής», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Οικονόμου και πρόσθεσε:
«Το τελευταίο διάστημα όλοι στην ελληνική κοινωνία, και ιδιαίτερα εμείς στην Ελληνική Αστυνομία, ζούμε κάτω από τη βαριά σκιά της δολοφονικής επίθεσης του αστυνομικού στου Ρέντη, με ευθεία βολή ναυτικής φωτοβολίδας. Όμως αυτό, δεν συνέβη πρώτη φορά, όπως δεν έχει συμβεί μία φορά η περίπτωση δολοφονικών επιθέσεων με εκρηκτικές βόμβες μολότοφ, στα Εξάρχεια, στην Πολυτεχνιούπολη, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και αλλού.
Είμαστε εδώ και καιρό, μπροστά σε μια μεγάλη κλιμάκωση ποιοτική και ποσοτική ιδιαίτερα στην χουλιγκανική βία. Μια ολοκληρωτική αποκτήνωση αυτών των συμμοριών. Αυτός είναι ο πραγματικός προσδιορισμός. Αφηνιασμένων συμμοριών που βγαίνουν για να σκοτώσουν. Συμμοριών με δραστηριότητα τόσο στο ποινικό έγκλημα όσο και με σύνδεση με την ακροδεξιά και με τον αναρχικό και αντιεξουσιαστικό χώρο».
Όπως είπε ο κ. Οικονόμου, «παρά τα σημαντικά βήματα που έγιναν στον τομέα της καταστολής αλλά και της πρόληψης, η πραγματικότητα είναι ότι οφείλουμε να αντιδράσουμε πιο αποτελεσματικά και πιο αποφασιστικά».
«Συμπληρώνουμε ήδη νομοθετικά κενά και λειτουργικές ελλείψεις ώστε να κάνουμε τη δράση μας ακόμα πιο αποτελεσματική αλλά το πρώτο, το κύριο που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, είναι ότι για να έχουμε ουσιαστική αντιμετώπιση της χουλιγκανικής βίας χρειάζεται μια συμπαγή κοινωνική συμμαχία απέναντι της. Να μην βρίσκουν οι αγέλες των χούλιγκανς καμία ηθική, ιδεολογική και υλική υποστήριξη από κανέναν. Χρειάζεται να μην επιτρέψει κανείς την παραμικρή δικαιολογία ή άλλοθι, σε αυτού του είδους κακοποιούς», ανέφερε ο κ. Οικονόμου ενώ συνέχισε στο ίδιο ύφος: «Δεν μπορεί για ένα γκολ που δεν μέτρησε ή για ένα «οφ σάιτ» που δεν δόθηκε, να δημιουργούνται συνθήκες εμπόλεμης ζώνης, είτε κυριολεκτικά έξω από τα γήπεδα είτε μεταφορικά στην δημόσια σφαίρα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν μπορεί αθλητικά γεγονότα να αντιμετωπίζονται από την πολιτεία ως πολεμικές επιχειρήσεις απασχολώντας εκατοντάδες ανθρώπους. Και οι αστυνομικοί που πηγαίνουν, να γίνονται τέλος της ημέρας και ο σάκος του μποξ από όλους και από αυτούς που δεν επιθυμούν την παρουσία τους και από εκείνους που εναγωνίως τη ζητούσαν. Αυτά χρειάζεται να πετύχουμε. Και δυστυχώς δεν είμαστε ακόμα σε αυτό το σημείο».
Απαντώντας στην βουλευτή και τομέαρχη Προστασίας του Πολίτη του ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ, Νάντια Γιαννακοπούλου, που κατηγόρησε την κυβέρνηση για αναποτελεσματική αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας και της οπαδικής βίας και χαρακτήρισε επικοινωνιακού χαρακτήρα την κατάθεση στοιχείων στον ‘Αρειο Πάγο, ο κ. Οικονόμου, αντέτεινε ότι «γίνανε βήματα, ψηφίστηκαν νόμοι, άλλαξαν πράγματα, όμως διαπιστώθηκε ότι πρέπει να γίνουν ακόμα περισσότερα».
«Ζητήσαμε εκ μέρους της κυβέρνησης, την αναβάθμιση της ποινικής παρακολούθησης της υπόθεσης. Είναι διαπιστωμένο πλέον ότι οι ομάδες αυτές δρουν με σχέδιο, με ιεραρχία, με συντεταγμένο τρόπο και η προσκόμιση στοιχείων -που ήταν διάσπαρτα δεξιά και αριστερά – που είναι πλέον στην διάθεση των αρχών, αισιοδοξούμε, φιλοδοξούμε, πιστεύουμε, ότι θα αποβεί πάρα πολύ χρήσιμη στο να καταφέρουμε ένα πολύ σημαντικό, συντριπτικό χτύπημα σε αυτού του είδους τις εγκληματικές οργανώσεις, τις αγέλες των χούλιγκανς», τόνισε ο κ. Οικονόμου.
Απαντώντας στον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Ελληνικής Λύσης Κωνσταντίνο Χήτα, που χαρακτήρισε ατελέσφορα τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας ο κ. Οικονόμου ανέφερε ότι «μέσα σε αυτούς τους δύο μήνες θα γίνουν συγκεκριμένα πράγματα».
«Θα γίνουν πράγματα που θα επιτρέψουν στην ελληνική πολιτεία, στον αθλητισμό, στον τρόπο που θα διεξάγονται τα αθλητικά παιχνίδια με τη βοήθεια και της τεχνολογίας και με διάφορες προσαρμογές να είμαστε ακόμα περισσότερο θωρακισμένοι στις διαθέσεις αυτών των οργανώσεων, αυτών των αφιονισμένων οργανώσεων των χουλιγκάνων», τόνισε.
Ειδική αναφορά έκανε όμως ο κ. Οικονόμου και στην νεανική παραβατικότητα.
«Είναι ένα φαινόμενο για το οποίο η ΕΛΑΣ καλείται να το διαχειριστεί στο τελευταίο του στάδιο της πρόληψης των επεισοδίων και της καταστολής. Από το Σεπτέμβριο και μετά σχεδιάσαμε και υλοποιούμε συγκεκριμένες δράσεις, σε δήμους της Αττικής αλλά και σε γειτονιές της Αθήνας για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο αυτό. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς, η κουλτούρα βίας και απείθειας, κυρίως σε αυτές τις ηλικίες, είναι γέννημα οικογενειακών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών και εκπαιδευτικών αποτυχιών και αστοχιών. Χωρίς την παρέμβαση στα σχολεία, σε συλλόγους, σωματεία, οικογένειες εκεί που γεννάται και κινεί η παραβατικότητα, κάθε άλλη παρέμβαση δεν θα καταφέρει να έχει τα αποτελέσματα που θέλουμε», είπε.
Έμφαση έδωσε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, στις αλλαγές που προχωρούν, όπως είπε, για τη δομή της ΕΛΑΣ, σημειώνοντας ότι «ήδη έχει συγκροτηθεί ειδική επιτροπή και σύντομα θα εισηγηθεί κομβικές διαδικασίες και διαχείρισης του προσωπικού αλλά και μετασχηματισμού των δομών».
«Η πολιτική μας απέναντι στο έγκλημα, οφείλει να είναι δυναμική και αυτό απαιτεί εκσυγχρονισμό στη λειτουργία μας. Έχουμε ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για την ενίσχυση της ΕΛΑΣ με νέα τεχνολογικά μέσα. Ενισχύουμε με γρήγορους ρυθμούς με πόρους από διεθνή χρηματοδοτικά εργαλεία αλλά και με πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό, με τεχνολογικά μέσα, την ελληνική αστυνομία», είπε και συμπλήρωσε:
«Η πανδημία της βίας που αντιμετωπίζουμε συνολικά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, απαιτεί σύνεση, ψυχραιμία, βαθιές τομές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές, δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κραυγές ούτε υποκρισία. Η ελληνική αστυνομία για να είναι αποδοτική χρειάζεται μια κοινωνική πανστρατιά μηδενικής ανοχής, ηθικής, ιδεολογικής ή και υλικής απέναντι στη βία. Όλος ο πολιτικός κόσμος έχει την υποχρέωση να πρωτοστατήσει στην πανστρατιά αυτή χωρίς αστερίσκους και χωρίς υποσημειώσεις».
«Για εμάς και πρωτίστως για τους Έλληνες αστυνομικούς η συνεχής αναμέτρηση με την παραβατικότητα σε κάθε έκφανση της είναι μονόδρομος. Είναι μονόδρομος γιατί γνωρίζουμε ότι ο πολιτισμός αρχίζει με τη τάξη αναπτύσσεται με την ελευθερία και καταστρέφεται με το χάος. Και το χάος δεν υπάρχει περίπτωση να το επιτρέψουμε», τόνισε.
Όπως ανέφερε ο κ. Οικονόμου, «το τελευταίο τετράμηνο μόνο, η ΕΛΑΣ κατάφερε να εξαρθρώσει δύο μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις που επέφεραν ζημιά εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στο δημόσιο με φορολογικές απάτες».
«Συνέλαβε πολλές εκατοντάδες λαθροδιακινητές μεταναστών, εξάρθρωσε πολλά δίκτυα εμπορίας ναρκωτικών ουσιών κατάσχοντας τόνους κοκαϊνης και χασίς. Αύξησε σημαντικά τους ελέγχους σχετικά με την οδική ασφάλεια, διαχειρίστηκε με άψογο τρόπο σε ένα ιδιαίτερα φορτισμένο περιβάλλον σημαντικά γεγονότα», σημείωσε ενώ κατέληξε λέγοντας:
«Πάνε όλα καλά; Έχουμε μηδενίσει το βιβλίο συμβάντων; Δεν έχουμε παραβατικότητα; Όχι. Δουλεύουμε όμως σκληρά με σχέδιο, αντιμετωπίζουμε παθογένειες, στρεβλώσεις. Τα πράγματα δεν είναι όλα τέλεια αλλά πάνε καλύτερα και η κοινωνία και οι πολίτες το αναγνωρίζουν».