«[…] μᾶλλον δὲ τοὺς κατὰ μέρος πολέμους ἑνώσαντες, ὁμοθυμαδὸν ἐκστρατεύσαμεν, ἀποφασίσαντες ἢ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸν σκοπόν μας, καὶ νὰ διοικηθῶμεν μὲ νόμους δικαίους, ἢ νὰ χαθῶμεν ἐξ ὁλοκλήρου, κρίνοντες ἀνάξιον νὰ ζῶμεν πλέον ἡμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ περικλεοῦς ἐκείνου ἔθνους τῶν Ἑλλήνων ὑπὸ δουλείαν τοιαύτην, ἰδίαν μᾶλλον τῶν ἀλόγων ζώων, παρὰ τῶν λογικῶν ὄντων».
Διακήρυξις της Εθνικής Συνελεύσεως (απόσπασμα), Επίδαυρος, 15 Ιανουαρίου 1822
Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια σειρά πολεμικών, πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων ύψιστης σημασίας, όχι μόνο για τους άμεσα εμπλεκομένους, τους Έλληνες επαναστάτες και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Παίρνοντας τη σκυτάλη από τα εθνικά και συνταγματικά κινήματα της Ισπανίας και της Ιταλίας, ο Αγώνας των Ελλήνων για «πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία» κρατούσε ζωντανά τα μεγάλα προτάγματα του Διαφωτισμού, της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, σε μια εποχή που αυτά έμοιαζαν να σβήνουν στην Ευρώπη της Ιερής Συμμαχίας.
Οργανωμένη από τη Φιλική Εταιρεία στο πνεύμα του καρμποναρικού συνωμοτισμού, η Επανάσταση –όπως συμβαίνει με όλα τα αντίστοιχα κινήματα– πολύ γρήγορα δημιούργησε τη δική της δυναμική, υπερέβη τους γεννήτορές της και άλλαξε την ίδια την κοινωνία που την υποστήριζε. Νέοι στρατιωτικοί και πολιτικοί πρωταγωνιστές αναδύθηκαν δίπλα στους παραδοσιακούς φορείς της κοινοτικής εξουσίας, από τη συνεργασία ή τη σύγκρουση των οποίων γεννήθηκε η εθνική και πολιτική ταυτότητα τόσο του Αγώνα όσο και του μελλοντικού κράτους.
Η Επανάσταση του 1821 ήταν πόλεμος εθνικός και ως εκ τούτου, απόλυτος και ιδιαίτερα σκληρός, συγκαταλέγοντας στα θύματά του ενόπλους και αμάχους και από τις δύο πλευρές. Μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη (1821-1823), είναι η φάση των επιτυχιών των επαναστατικών δυνάμεων, οι οποίες κατάφεραν να αιφνιδιάσουν την Αυτοκρατορία, εκμεταλλευόμενες τους αντιπερισπασμούς των αποστατών πασάδων. Η δεύτερη (1824-1827), σηματοδοτείται αφενός από την αναζήτηση ταυτότητας της Επανάστασης, που εκδηλώθηκε κυρίως με τους εμφυλίους πολέμους, και αφετέρου από τις στρατιωτικές ήττες που αυτή υπέστη από τους αναδιοργανωμένους πλέον Οθωμανούς και τους συμμάχους τους, Αιγύπτιους. Σε διπλωματικό επίπεδο, αντίθετα, η Επανάσταση δικαιωνόταν καθώς, εκτός από την πάγια υποστήριξη των προοδευτικών κύκλων της Δύσης, μπορούσε τώρα να επωφεληθεί και από τους στρατηγικούς ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Γαλλία). Ως συνέπεια αυτής της μεταστροφής του κλίματος, η ναυμαχία του Ναβαρίνου έθεσε τέρμα σε αυτήν τη δοκιμασία για τους επαναστάτες. Η τρίτη περίοδος (1828-1830), συμπίπτει εν μέρει με τη διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια και χαρακτηρίζεται από την εκκαθάριση της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας από τις οθωμανικές και αιγυπτιακές δυνάμεις αλλά και από το σκληρό διπλωματικό αγώνα για τον καθορισμό των συνόρων του υπό διαμόρφωση κράτους και για το βαθμό της ανεξαρτησίας του.
Την εξέλιξη της Επανάστασης επηρέασαν καίρια και οι Εθνοσυνελεύσεις, στις οποίες συνέρχονταν κατά διαστήματα οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες του Αγώνα, προκειμένου να καθορίσουν τους στόχους του ή και να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές.