Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, κήρυξε χθες, Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023, την έναρξη εργασιών της Ημερίδας της Σχολής Εθνικής Άμυνας, με θέμα «Η Συνθήκη της Λωζάνης:100 έτη μετά την υπογραφή της», η οποία πραγματοποιείται στη Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΛΑΕΔ).
Στην έναρξη των εργασιών της Ημερίδας παρέστησαν επίσης ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης, ο Υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ Αντιναύαρχος Φραγκίσκος Λελούδας ΠΝ, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου, ο Επιτελάρχης ΓΕΑ Υποπτέραρχος (Ι) Ιωάννης Μπιρμπίλης, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΑ Αντιπτέραρχου (Ι) Θεμιστοκλή Μπουρολιά, ο Υποδιοικητής ΓΕΠΣ- ΔΙΔΟΕ Υποστράτηγος Γεώργιος Μπακόλας, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΣ Αντιστράτηγου Άγγελου Χουδελούδη, ο Αρχιεπιστολέας ΓΕΝ Υποναύαρχος Γεώργιος Φλώρος ΠΝ, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού ΓΕΝ Αντιναύαρχου Ιωάννη Δρυμούση ΠΝ.
Παρέστησαν ακόμη ο Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας Εμμανουήλ Δουρβετάκης, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. Αντιστράτηγου Λάζαρου Μαυρόπουλου, ο Υποστράτηγος του Πυροσβεστικού Σώματος Δημήτρης Καλανιώτης, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού του Π.Σ. Αντιστράτηγου Γεώργιου Πουρναρά, η Υποπλοίαρχος ΛΣ Σμάρω Μπουρδούμπα, ως εκπρόσωπος του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος/Ελληνικής Ακτοφυλακής Αντιναύαρχου ΛΣ Γεώργιου Αλεξανδράκη.
Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, στο χαιρετισμό που απηύθυνε, κατά την κήρυξη των εργασιών, ανέφερε τα εξής:
«Χαιρετίζω με ιδιαίτερη χαρά την σημερινή Ημερίδα της Σχολής Εθνικής Άμυνας για τα 100 χρόνια της πολύ σημαντικής Συνθήκης της Λωζάνης, που πέραν των άλλων, στα οποία θα αναφερθώ σε λίγο, αποτελεί και την σε μεγάλο βαθμό αποτύπωση, σε επίπεδο Διεθνούς Δικαίου, των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, μεταξύ του 1923 και του 2023.
Βεβαίως, αυτή η ημερίδα δεν διεξάγεται εν κενώ χρόνω. Διεξάγεται σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όπου η περιοχή μας βιώνει δύο μείζονες αναφλέξεις. Μία στον βορρά, μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Και μία νοτιοανατολικά, μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς εναντίον του κράτους του Ισραήλ.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβω την απόλυτη καταδίκη της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς, όπως και να επαναλάβω το αυτονόητο, ότι η προστασία των αμάχων οφείλει πάντοτε να είναι μέγιστη προτεραιότητα.
Κυρίες και κύριοι, θα ήθελα επίσης να σχολιάσω κάτι που αφορά τη Συνθήκη και ετέθη από τον Διοικητή της Σχολής. Ίσως στην ελληνική κοινή γνώμη να υπάρχει η εντύπωση, σε μεγάλο βαθμό, ότι η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια Συνθήκη οποία αφορά μόνο τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Βεβαίως αυτό απέχει πάρα πολύ από την αλήθεια. Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια διεθνής συμφωνία, εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, την έχουν υπογράψει και άλλες χώρες, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία και το τότε Βασίλειο των Σερβών, Κροατών και Σλοβένων.
Με την προηγούμενη ιδιότητά μου, ως Υπουργός Εξωτερικών της πατρίδας μας, είχα κατά το δυνατόν προσπαθήσει να αναδείξω αυτό το στοιχείο της Συνθήκης της Λωζάνης επισκεπτόμενος όλες τις χώρες που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη.
Ως στατιστικό μέγεθος θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι όλες αυτές τις χώρες συνολικά τις είχα επισκεφθεί 46 φορές, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας. Οι θέσεις της Ιαπωνίας όσον αφορά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας παρεμπιπτόντως είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την Ελλάδα, ταυτίζονται σχεδόν με τις ελληνικές θέσεις, όπως και άλλων χωρών της ευρύτερης περιοχής (Φιλιππίνες, Ινδονησία, Αυστραλία).
Πρέπει να ξεκινήσουμε από μια κάθετη τοποθέτηση, ότι ουδείς στη Διεθνή Κοινότητα πρέπει να αφεθεί να οραματίζεται αμφισβητήσεις ή αν θέλετε, με κομψότερη διατύπωση λόγου, «επικαιροποιήσεις» της Συνθήκης της Λωζάνης. Διότι στην πραγματικότητα ουδείς επιτρέπεται να ονειρεύεται και να φαντάζεται αλλαγή συνόρων είτε στην ευρύτερη περιοχή μας, για να είμαι και σαφής, είτε οπουδήποτε αλλού. Και πρέπει σαφέστατα να καταδικάσουμε κάθε στάση αναθεωρητισμού.
Η Ελληνική Δημοκρατία αντιμετωπίζει τη Συνθήκη ως εχέγγυο της εδαφικής ακεραιότητας, αλλά και της πολιτικής ασφάλειας της ευρύτερης περιοχής μας και βεβαίως και της Ελληνικής Δημοκρατίας και αυτό δεν επιδέχεται οιασδήποτε παρερμηνείας.
Είναι φανερό ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα το περιβάλλον στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο έχει βελτιωθεί, σε σχέση με την ένταση που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία και την επίσκεψη που έκανα αμέσως μετά, νομίζω ότι δόθηκε μια ευκαιρία να ανοίξει ένα παράθυρο συζήτησης με την Τουρκία, στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς διαλόγου.
Όμως και σε αυτό θέλω να είμαι απολύτως σαφής. Διάλογος δεν νοείται άνευ ορίων, δεν νοείται εκτός οιουδήποτε πλαισίου. Οι συζητήσεις μεταξύ κρατών δεν συνιστούν φιλοσοφικές αναζητήσεις ή αναζητήσεις εν κενώ δικαίου.
Οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας και οποιαδήποτε σοβαρή ελπίδα για ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας, 100 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι ο διάλογος αυτός πρέπει να θεωρεί απολύτως δεδομένες τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως επίσης και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
Και όλα αυτά, μέσα στο ευρύτερο, προφανώς αποδεκτό από όλους, πλαίσιο των αρχών του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ή για να το εξηγήσω verbatim, για να μην υφίστανται οιεσδήποτε παρεξηγήσεις: Ζητήματα εθνικής κυριαρχίας δεν μπορούν να είναι αντικείμενο διαλόγου οιασδήποτε χώρας. Αυτό άλλωστε είναι και το θεμέλιο της ξεκάθαρης στάσης που πήρε η χώρα μας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Με αυτόν τον τρόπο εξηγήσαμε προς την ελληνική κοινωνία την σαφήνεια και την ορθότητα της θέσης μας.
Είναι λοιπόν εξαιρετική ευκαιρία να υπάρξει μια βαθιά συζήτηση για την Συνθήκη της Λωζάνης, ειδικά στο πλαίσιο της Σχολής Εθνικής Αμύνης. Μιας Συνθήκης παρεμπιπτόντως που ορισμένα άρθρα της δεν έχουν τηρηθεί και μπορώ να σας αναφέρω το άρθρο 14 π.χ. που αφορά τα δικαιώματα των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου και το καθεστώς διακυβέρνησης των νησιών αυτών.
Η συζήτηση αυτή νομίζω όχι μόνο προάγει τη γνώση, αλλά προάγει και την ευρύτερη αντίληψη της βασικότητας της Συνθήκης αυτής για την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή μας.
Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, επιτρέψτε μου να ευχηθώ καλή επιτυχία. Είμαι βέβαιος ότι με τους εξαιρετικούς καθηγητές οι οποίοι βρίσκονται εδώ, η επιτυχία αυτή θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ».