Ως συμμορία μπορεί να ονομαστεί μια ομάδα νέων ατόμων που έχουν ως βάση τον δρόμο, οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους, όπως και οι άλλοι τους βλέπουν, ως μια διακριτή ομάδα, εμπλέκονται σε κάποιου είδους παραβατική δραστηριότητα, τους ‘‘ανήκει’’ κάποια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, έχουν κάποια εσωτερική δομή, νόμους, ιεραρχία, κώδικα επικοινωνίας και συγκρούονται με άλλες συμμορίες ή μεμονωμένα άτομα.
Στην Ελλάδα, η καταγεγραμμένη παραβατικότητα των ανηλίκων δεν υποδηλώνει την ύπαρξη συμμοριών. Συγκεκριμένα, από στατιστικά στοιχεία διαφόρων ερευνών που αφορούν στην περιοχή της Αττικής, προκύπτει ότι τα αδικήματα διαπράττονται από έναν μόνο ανήλικο σε ποσοστό 83,7%, από δύο ανήλικους σε ποσοστό 12,5%, ενώ σε ένα πολύ μικρό ποσοστό (3,9%) οι δράστες είναι τρεις και άνω ανά αδίκημα. Εντούτοις, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι αφενός το 7,1% των ερωτηθέντων εφήβων θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια “οργανωμένη” ομάδα με συλλογική παραβατική δράση, ενώ αφετέρου το 47,6% ανέφερε ότι είχε δεχθεί απειλή επίθεσης ή επίθεση από περισσότερους από έναν συνομηλίκους του.
Τι ωθεί, όμως, έναν έφηβο να ενταχθεί σε μια συμμορία; Η συμμετοχή σε συμμορίες είναι ανεξάρτητη από εθνικότητα, αλλά σχετική με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μελών της. Συχνά οι νέοι προέρχονται από στερημένα οικογενειακά περιβάλλοντα ή έχουν κακοποιηθεί στην οικογένεια. Η σχολική αποτυχία και η περαιτέρω απομόνωση στο σχολείο επιβεβαιώνει την απόρριψη που ήδη ένιωθαν στο σπίτι. Οι νέοι αυτοί παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο: απόρριψη από το περιβάλλον-θυμός-αντικοινωνική συμπεριφορά-περισσότερη απόρριψη από το περιβάλλον. Η συμμορία τότε γίνεται μια ελκυστική επιλογή. Από την στιγμή που μπαίνουν στην συμμορία αποκτούν οικογένεια και ταυτότητα. Ο τρόπος σκέψης τους τροποποιείται, γίνεται πιο απόλυτος. Δεν βλέπουν τους άλλους ως άτομα, αλλά μόνο το “εμείς εναντίον εκείνων”. Τότε η βία τους φαίνεται ως η μόνη αποδεκτή λύση.
Παράγοντες κινδύνου, για την εμφάνιση επιθετικότητας στους εφήβους, είναι:
Προδιάθεση για επιθετικότητα. Η προδιάθεση αυτή μπορεί να αλλάξει κατά την διάρκεια της πρώτης παιδικής ηλικίας από την αγωγή που θα προσφέρει στο παιδί το οικογενειακό του περιβάλλον. Συμβαίνει, όμως, κάποτε να μην ασκείται ο παιδαγωγικός ρόλος της οικογένειας είτε γιατί η οικογένεια είναι ανύπαρκτη, είτε γιατί οι γονείς παραμένουν αμέτοχοι στην αγωγή του παιδιού τους. Σε άλλες περιπτώσεις, υπάρχει αγωγή προς το παιδί, αλλά αυτή ασκείται με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε άλλες περιπτώσεις ο γονέας είναι ο ίδιος βίαιος. Τότε το παιδί όχι μόνον δεν μαθαίνει να ελέγχει τη δική του επιθετικότητα, αλλά αντίθετα μαθαίνει ότι η βία είναι ο σωστός τρόπος για να λύνονται οι διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους.
Απουσία ενσυναίσθησης. Ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει και να αποδέχεται το συναίσθημα του άλλου. Η ενσυναίσθηση αναπτύσσεται στα πλαίσια της οικογένειας, όταν το παιδί αποκτά τη βασική ικανοποίηση ότι είναι επιθυμητό και αγαπητό. Το παιδί όμως που έχει στερηθεί την ασφαλή ψυχολογική βάση στην οικογένειά του, δεν έχει αναπτύξει την ικανότητα της ενσυναίσθησης και ως συνέπεια αδυνατεί να αναστείλει τη δική του επιθετικότητα.
Φθόνος και μίσος. Ο φθόνος και το μίσος αποτελούν συναισθήματα τα οποία αναπτύσσονται στο παιδί στα πλαίσια της εγκατάλειψης και της ταπείνωσης μέσα στην οικογένεια, αλλά και της περιθωριοποίησης από το ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο που ως συνέπεια έχουν την ανάπτυξη αρνητικής εικόνας του παιδιού για τον εαυτό του. Το στερημένο, κακοποιημένο και κοινωνικά απαξιωμένο παιδί μπορεί να αισθανθεί φθόνο και μίσος για τα αγαθά του άλλου, εκείνα τα οποία το ίδιο επιθυμεί αλλά έχει στερηθεί.
Τηλεόραση. Η τηλεόραση προσφέρει παραδείγματα επιθετικότητας και βίαιης συμπεριφοράς που μπορεί να μην ταιριάζουν στις αξίες της οικογένειας οι οποίες και υποβαθμίζονται. Τα παραδείγματα αυτά είναι εύκολα στη μίμηση, ειδικά αν το παιδί δεν έχει ήδη αποκτήσει ισχυρές βάσεις κοινωνικής αγωγής από τους γονείς του.
Ανομία. Η ανομία έχει την έννοια της απαξίωσης θεσμοθετημένων νόμων και κανονισμών συμπεριφοράς στο δημόσιο βίο. Οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς δεν τηρούνται, χωρίς να υπάρχουν συνέπειες για εκείνον που με τις πράξεις του αμφισβητεί τους κανόνες αυτούς. Η απαξίωση μπορεί να κυμαίνεται από την απλή παράβαση έως τις πράξεις εκφοβισμού και της επίθεσης.
Η σοβαρή αντικοινωνική συμπεριφορά προλαμβάνεται, παρά θεραπεύεται. Για την πρόληψη απαιτείται πρωτοβουλία της πολιτείας με επίκεντρο ειδικότερα την οικογένεια. Η παρέμβαση για το παιδί σε κίνδυνο μέσα στην οικογένεια ή για εκείνο που δεν έχει οικογένεια είναι ένα έργο περίπλοκο και απαιτεί συνολική προσέγγιση με συνεργασία των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και ψυχικής υγείας, Στην πρόληψη κάποιοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να αντιμετωπισθούν με ειδικά προγράμματα, πάντα μέσα σε ένα γενικότερο σχέδιο συντονισμένης δράσης. Παράδειγμα αποτελεί το σχολικό περιβάλλον όπου είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν με επιτυχία τα μαθησιακά προβλήματα του μαθητή και οι συνακόλουθες δυσκολίες του.
Μαριάνθη Σπουργίτη Ψυχολόγος