Γλυκά Νερά: Η απόφαση-«καταπέλτης» για τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο

Γλυκά Νερά: Η απόφαση-«καταπέλτης» για τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο

Τριαπέντε σελίδες απαιτήθηκαν από τους δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για να περιγράψουν τους λόγους που οδήγησαν το Μπάμπη Αναγνωστόπουλο στη φυλακή χωρίς ελαφρυντικό και με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση.

Στην απόφαση των δικαστών του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας οι δικαστές στην 716/2022 απόφαση τους περιγράφουν τη σχέση του ζευγαριού, ενώ φαίνεται πως ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσαν στο περιεχόμενο του ημερολογίου, που τηρούσε ηλεκτρονικά η Καρολάιν και συγκεκριμένα τις σημειώσεις του χρονικού διαστήματος από τις 16 Νοεμβρίου 2019 έως και τις 14 Μαΐου 2020, που αναγνώστηκαν στο δικαστήριο.

«Προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος εκδήλωνε με τρόπο υπερβολικό την ανησυχία του για την πορεία της εγκυμοσύνης και την υγεία του εμβρύου, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η ανασφάλεια, η ανησυχία και το αίσθημα ανεπάρκειας, που ήδη ένιωθε η σύζυγος του λόγω της προγενέστερης αποβολής και της έλλειψης σχετικής εμπειρίας. Εκτός αυτού, η Καρολάιν είχε ήδη αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η σχέση της με τον κατηγορούμενο ήταν δυσλειτουργική και να αμφιβάλλει για το μέλλον του γάμου της. Α το ημερολόγιο του θύματος προκύπτει ότι παρά την γέννηση του παιδιού τους, εκείνη είχε εκφράσει στον κατηγορούμενο την επιθυμία της για διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους και περαιτέρω είχε προβεί σε ενέργειες αναζήτησης κατοικίας» αναφέρουν οι δικαστές.

Από το σκεπτικό της απόφασης συνάγεται ότι η νεαρή κοπέλα ζούσε υπό τον απόλυτο έλεγχο του 34χρονου πιλότου. «Το ζευγάρι ήταν τελείως αποκομμένο από το οικογενειακό περιβάλλον, ενώ ο κατηγορούμενος επιλέγοντας να μισθώσει σπίτι στα Γλυκά Νερά την απέκλεισε από την εξακολούθηση των σπουδών της αλλά κι από την ανάπτυξη οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας, θεωρούσε δεδομένη και αυτονόητη την παρουσία του σε κάθε συναναστροφή της συζύγου του με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε εκείνη αίσθημα διαρκούς ελέγχου των κινήσεων της, ενώ της στερούσε μετρητά χρήματα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προβεί σε απλές συναλλαγές τις καθημερινότητας της».

Τι τον πρόδωσε

 

Στην υπόθεση από την πρώτη στιγμή η τεχνολογία έδωσε πολλές απαντήσεις με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο στο δικαστήριο να μην απαντά στις ερωτήσεις που προέκυψαν.

«Από τα ευρήματα – ενδείξεις του κινητού τηλεφώνου, αποδεικνύεται ότι στις 23.44 ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε κίνηση, καθόσον διένυσε 140,32 m και στις 23.46 ολοκλήρωσε την άνοδο τριών οροφών. Από τις ενδείξεις αυτές συνάγεται σαφώς ότι ο κατηγορούμενος είχε κατέλθει στον υπόγειο χώρο της κατοικίας του και στη συνέχεια μετέβη στο δεύτερο όροφο αυτής που βρισκόταν το υπνοδωμάτιο στο οποίο είχε ήδη καταφύγει η σύζυγος του» αναφέρουν οι δικαστές και συμπληρώνουν ότι ο κατηγορούμενος δεν έδωσε καμία εξήγηση κατά την απολογία του, ούτε σχετικά με τον λόγο για τον οποίο κατέβηκε στο υπόγειο, αλλά ούτε και γιατί δεν το ανέφερε ποτέ σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.

Μάλιστα, υπέπεσε σε αντιφάσεις, αφού κατά τους ισχυρισμούς του στον καβγά που έγινε στη 01.30 τα ξημερώματα κατά τον οποίο η Κάρολαιν χτύπησε άθελα της το μωρό, εκείνος κατά την απολογία του υποστήριξε πως το συμβάν τον θορύβησε ιδιαίτερα και το σκεπτόταν συνεχώς γιατί πρώτη φορά το ξέσπασμα της συζύγου του είχε επίδραση στο παιδί. «Η αναφορά του αυτή έρχεται σε αντίθεση με την απολογία του στο στάδιο της προανάκρισης, όπου περιγράφοντας περιστατικό ανέφερε «Να μην τα πολυλογώ, δεν έδωσα πολλή σημασία και ξανά κατέβηκα κάτω»» σημειώνεται στην απόφαση.

Η δολοφονία της Κάρολαιν Κράουτς τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αφού ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος «απόφραξε βίαια τις αεροφόρους οδούς του θύματος που κοιμόταν, θέτοντας σε διαδρομή τον ασφυκτικό μηχανισμό, του οποίου είχε τον απόλυτο έλεγχο επί έξι συνεχόμενα λεπτά. Καθόλη αυτή τη διάρκεια τέλεσης της ανθρωποκτόνου πράξης ο κατηγορούμενος είχε το χρόνο να υπαναχωρήσει από αυτήν, πλην όμως δε λειτούργησαν οι ανασταλτικοί μηχανισμοί που θα τον απέτρεπαν από την διάπραξη της ανθρωποκτονίας, παρότι αυτός είχε πλήρη συναίσθηση, λόγω της άμεσης σωματικής επαφής του με το θύμα και των ειδικών γνώσεων παροχής πρώτων βοηθειών που διέθετε».

Η απορριπτική κρίση των δικαστών στον ισχυρισμό του 34χρονου κατηγορουμένου εκπορεύθηκε από το ότι «ακόμη κι αν θεωρηθούν βάσιμα τα πραγματικά περιστατικά, που ο κατηγορούμενος ανέφερε στην απολογία του περί έντονου φραστικού επεισοδίου ανάμεσα τους, το συμβάν αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε τέτοια ένταση που θα μπορούσε να πυροδοτήσει έκρηξη ασυγκράτητών συναισθημάτων στον κατηγορούμενο, που να αποκλείουν την ήρεμη σκέψη αυτού».

Μάλιστα, στην απόφαση επισημαίνεται ότιμεταξύ της «συναισθηματικής έκρηξης» που ισχυρίζεται ότι βίωσε ο κατηγορούμενος και της δολοφονίας, δεν υπάρχει χρονική εγγύτητα. «Εκτός του ότι το επικαλούμενο συμβάν δεν παρουσιάζει τέτοια ένταση και σπουδαιότητα, που να αποκλείει την ήρεμη σκέψη, δεν υφίσταται χρονική εγγύτητα ανάμεσα στο φραστικό επεισόδιο και το χρόνο θανάτου της Καρολάιν. Ειδικότερα το φραστικό επεισόδιο φέρεται να συνέβη στη 01.30, ενώ η ανθρωποκτονία του θύματος τελέστηκε στις 04.30, δηλαδή δυόμιση και πλέον ώρες αργότερα, διάστημα που αποκλείει την αιφνίδια υπερδιέργερση συναισθήματος του δράστη. (…)

Η πάροδος των 2-3 λεπτών που χρειάστηκε στον κατηγορούμενο για την ανάκτηση της αυτοκυριαρχίας του και την άμεση κινητοποίηση του με την διάπραξη πρωτοφανών ενεργειών συγκάλυψης του στυγερού εγκλήματος, καταδεικνύει ότι ενήργησε με απόλυτη νηφαλιότητα και διαύγεια πνεύματος τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια τέλεσης της πράξης, με βάση λεπτομερώς προμελετημένο σχέδιο, αφού σε λιγότερο από 10 λεπτά από την δολοφονία της συζύγου του προέβη στην δολοφονία του οικόσιτου σκύλου του».

Κανένα ελαφρυντικό

Την πλήρη άρνηση των δικαστών στη χορήγηση ελαφρυντικού είχε συναντήσει ο κατηγορούμενος, καθώς έκριναν πως «ο κατηγορούμενος είχε λευκό ποινικό μητρώο, πλην όμως από την απολογία του προέκυψε ότι αθέτησε συμβατική του υποχρέωση έναντι της συζύγου του μη ασκώντας υπέρ των συμφερόντων της την διαχείριση της ατομικής περιουσίας» και «σε κάθε περίπτωση περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκαν η αξιόποινες πράξεις καταδεικνύουν την έλλειψη ενσυναίσθησης, την ψυχρότητα και την ιδιαίτερη σκληρότητα της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, στοιχεία που μεγιστοποιούν την ποινική απαξία των πράξεών του, σε σχέση με το μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων.

(…)Οι ενέργειες του καταδεικνύουν την ιδιαίτερη σκληρότητα του, την απουσία συντριβής του από την πρόκληση θανάτου της συζύγου του και του ζώου τους, την πρωτοφανή ψυχρότητα και μεθοδικότητα με την οποία προέβη στο σχεδιασμό και την τέλεση των εγκληματικών ενεργειών, καθώς και την εργώδη προσπάθεια του να αποσείσει κάθε ίχνος ευθύνης για τις πράξεις του» καταλήγουν.

φωτογραφία αρχείου

Related Articles