Οι επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων κατά την περίοδο της πανδημίας στα δικαιώματα των παιδιών θα τεθούν στο επίκεντρο των εργασιών του 25ου ετήσιου συνεδρίου του Δικτύου Ευρωπαίων Συνηγόρων του Παιδιού, που διεξάγεται αύριο Δευτέρα 27 και την Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα. Μετά το συνέδριο την προεδρία του ευρωπαϊκού Δικτύου θα αναλάβει η Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου.
Οι Ευρωπαίοι Συνήγοροι και άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες του πεδίου της ψυχικής υγείας και της ακαδημαϊκής κοινότητας, όπως και εκπρόσωποι ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμών θα εξετάσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας στην εκπαίδευση, την ψυχική υγεία, την προστασία από την κακοποίηση, την φτώχεια, αλλά και τη συμμετοχή των παιδιών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Με χάρτη τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να διερευνήσουμε κατά πόσο παραβιάστηκαν τα δικαιώματα αυτά, κατά πόσο ελήφθη υπόψη η άποψη των παιδιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και -επειδή αυτή η κατάσταση είναι συνεχιζόμενη- τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα και τι σηματοδοτεί αυτό για το μέλλον των παιδιών, σε σχέση με την αύξηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού ή σε σχέση με τη διάρρηξη της σχέσης με το σχολείο για μερικά από τα παιδιά, ειδικά για τα παιδιά ρομά ή για τα παιδιά προσφυγικής-μεταναστευτικής προέλευσης που ζουν σε καμπ», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Θεώνη Κουφονικολάκου.
Όπως επισημαίνει η κ. Κουφονικολάκου, η συνθήκη της πανδημίας «ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση για οποιοδήποτε κράτος, καθώς έπρεπε να βρούμε μια λεπτή ισορροπία με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή την προστασία της δημόσιας υγείας και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού». Σχετικά με την ελληνική πραγματικότητα, «το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είχε ένα συγκροτημένο, στιβαρό σύστημα παιδικής προστασίας, υπηρεσίες ψυχικής υγείας ή μαθήματα για την ψυχική υγεία μέσα στο σχολείο ή συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα φαινόμενα κακοποίησης των παιδιών, δημιούργησε σε συνδυασμό με την τηλεκπαίδευση μια σειρά από προβλήματα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ η αναγνώριση της κακοποίησης και της ενδοοικογενειακής βίας- που είναι υποχρέωση του σχολείου- ήταν πάρα πολύ δυσχερής, αν όχι αδύνατη».
Σε κάποιες περιπτώσεις τα προβλήματα ήταν κοινά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρατηρεί η ίδια, «και είναι λογικό αυτό γιατί η κατάσταση επείγοντος είναι πολύ παρόμοια μεταξύ των κρατών». Ωστόσο, «δεν υπήρξε παντού ίδια διαχείριση, κάποια κράτη δεν έκλεισαν τα σχολεία ή τα έκλεισαν για ελάχιστο χρονικό διάστημα».
Προτεραιότητα του Έλληνα Συνηγόρου, κατά την ανάληψη της προεδρίας του ευρωπαϊκού δικτύου, είναι σύμφωνα με την κ. Κουφονικολάκου, «αφενός η έμφαση στην ευρωπαϊκή στρατηγική για τα δικαιώματα του παιδιού- ιδίως στο σκέλος της καταπολέμησης της φτώχειας και της προστασίας από διακρίσεις- η οποία πρέπει κατά τη γνώμη μας να διαθέτει δείκτες, μετρήσιμους στόχους και ένα συγκροτημένο σύστημα εποπτείας της υλοποίησης και αποτελεσματικότητάς της (όπως συμβαίνει και με την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων). Αφετέρου, η έμφαση στη συμμετοχή των παιδιών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που τα αφορούν και στην καλλιέργεια του σεβασμού τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσω ενός συστήματος γνήσια συμπεριληπτικής εκπαίδευσης».