Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος γύρω μας είναι ένα σκοτεινό μέρος για να ζει κανείς. Η κατάσταση, δε, γίνεται όλο και χειρότερη όταν μιλάμε για τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας μας, όπως είναι οι διάφορες μειονότητες, τα παιδιά και ,δυστυχώς ,όσοι είναι γένους θηλυκού. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο της ύπαρξης σεξουαλικών κυνηγών και αρπακτικών που καραδοκούν, είτε πίσω από την οθόνη ενός υπολογιστή προκειμένου να “ψαρέψουν” το υποψήφιο θύμα τους, είτε περπατούν ανάμεσά μας ενώ μπορεί να πίνουμε αμέριμνες το ποτό μας, είναι μια πραγματικότητα, που δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να αγνοήσει, με αποτέλεσμα να ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι με περιστατικά κατά τα οποία το θύμα, συνήθως γυναίκα, ναρκώνεται με στόχο την σεξουαλική του εκμετάλλευση. Η νάρκωση αυτή, δε, συνήθως επιτυγχάνεται με τη χορήγηση στο ποτό, εν αγνοία του θύματος, ναρκωτικών ή φαρμακευτικών ουσιών, με στόχο την κάμψη οποιασδήποτε αντίστασης από τη μεριά του. Η τάση αυτή, μάλιστα, έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που δεν είναι λίγοι αυτοί που μιλούν για το “χάπι του βιαστή”, ήτοι την ουσία GHB, την οποία μπορεί να βρει ο οποιοσδήποτε στο φαρμακείο της γειτονιάς του. Από την άλλη μεριά δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες θύτης εκμεταλλεύεται την υπάρχουσα συνθήκη, ήτοι την πιθανή κατάσταση μέθης του θύματος, προκειμένου να το εκμεταλλευτεί σεξουαλικά, καταπατώντας κατά τρόπο κατάφωρο την αξιοπρέπεια και τη γενετήσια ελευθερία του.
Τι ισχύει, όμως, για την καθεμία από τις ως άνω περιπτώσεις;
Σύμφωνα με το άρθρο 336 ΠΚ περί βιασμού : «1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.(…) 5. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη.» Όπως γίνεται φανερό από το γράμμα του νόμου με την παρούσα διάταξη προστατεύεται η γενετήσια ελευθερία, ανδρών και γυναικών, το δικαίωμα δηλαδή να επιλέγουν τον/την ερωτικό τους σύντροφο και τον χρόνο και τον τόπο που θα προχωρήσουν σε γενετήσιες πράξεις ή θα ανεχθούν αυτές τις πράξεις.
Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου άλλου προσώπου να επιχειρήσει ή να ανεχθεί γενετήσια πράξη, και όχι απαραίτητα συνουσία, είτε μέσω της άσκησης σωματικής βίας πάνω του, είτε μέσω απειλής για τη ζωή, την σωματική ακεραιότητα, αλλά και άλλα ισοδύναμα αγαθά, όπως παραδείγματος χάριν είναι η τιμή του προσώπου αυτού. Θύμα του εγκλήματος, δε, μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας, ακόμα και νήπιο, βρέφος ή υπερήλικας ή πόρνη ή και πρόσωπο ανίκανο προς αντίσταση ή σύζυγος, πρώην ή νυν σύντροφος ή μνηστή, που εκφράζει ρητά και σοβαρά αντίρρηση, ενώ εξαναγκασμό έχουμε και όταν το θύμα λόγω αρχικής βίας εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια εξωτερικής αντίστασης. Παράλληλα, το θύμα μπορεί να είναι οποιασδήποτε ηθικής. Μάλιστα η σεξουαλική ελευθεριότητα ή η ερωτικά «αποκλίνουσα» στάση του ατόμου σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι αυτό δεν προστατεύεται στη σεξουαλική του αυτοδιάθεση. Κανείς δεν παραιτείται από το δικαίωμα στην ελευθερία και άρα ούτε στο έννομο αγαθό της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης. Ως εκ τούτου, πιθανή διάθεση φλερτ από το θύμα, εναγκαλισμοί ή άλλου είδους «ερωτοτροπίες» δεν αποτελούν επουδενί παροχή συναίνεσης, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι ρητή και ανεπιφύλακτη.
Είναι γνωστό ότι ο νόμος δεν είναι παρά γενικοί και αφηρημένοι κανόνες, ικανοί να αποτυπώσουν τις περισσότερες από τις συμπεριφορές και σχέσεις βρίσκονται γύρω μας και δεν ανήκουν στις λεγόμενες “βιοτικές”. Ως εκ τούτου, η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτόν γίνεται με εξειδίκευση κάθε περίπτωσης από τον δικαστή και τη δημιουργία μιας νομολογίας ικανής να μπορεί να καθιστά το νόμο επίκαιρο και συμβατό με την πορεία της πραγματικής ζωής. Το ίδιο συμβαίνει και με την υπό συζήτηση περίπτωση. Πράγματι, ενώ από το γράμμα της διάταξης δεν προκύπτει η υπαγωγή σε αυτήν περιπτώσεων κατά τις οποίες το θύμα είναι ναρκωμένο, έχοντας μερική η απόλυτη δυνατότητα να αντισταθεί στις προσβολές του θύτη, παρ’ όλα αυτά η κατάσταση έχει ρυθμιστεί μέσα από μια πλούσια νομολογία των ποινικών δικαστηρίων και του Αρείου Πάγου. Ως εκ τούτου, το έγκλημα το βιασμού τελείται και όταν ο δράστης χρησιμοποιώντας υπνωτική ναρκωτική ουσία ή φάρμακο επιφέρει αναισθησία ή μερική νάρκωση που καταργεί την αίσθηση ερεθισμάτων και προκαλεί αδυναμία αντίδρασης, προκειμένου να περιάγει το θύμα σε κατάσταση ανικανότητας για αντίσταση, εξαναγκάζοντας το να έλθει, παρά τη θέλησή του, σε συνουσία με εκείνον ή άλλη γενετήσια πράξη. Με άλλα λόγια, η χρησιμοποίηση των ως άνω δόλιων μέσων εξομοιώνεται με την άσκηση σωματικής βίας που εξαναγκάζει το θύμα να ανεχτεί τη γενετήσια πράξη.
Από την άλλη μεριά, ακόμα και η περίπτωση κατά την οποία ο δράστης εκμεταλλεύεται απλά την ανικανότητα του θύματος να αντισταθεί, παραδείγματος χάριν επειδή αυτό βρίσκεται σε κατάσταση μέθης, δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια καταδικαστέα πράξη, αφού ούτε η συναίνεση του θύματος στην κατάσταση που βρίσκεται είναι ισχυρή, ούτε η δυνατότητα αντίστασής του είναι πάντα εφικτή. Παρ’ όλα αυτή, γίνεται δεκτό τόσο από τη θεωρία, όσο και από τη νομολογία, ότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει βιασμός, αφού ο δράστης δεν χρησιμοποιεί ούτε σωματική βία κατά τον ανωτέρω τρόπο, ούτε απειλή για να εξαναγκάσει το θύμα του, παρά εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που του δίνεται, ήτοι την ανικανότητα του θύματος να αντισταθεί. Ως εκ τούτου, τελεί ένα διαφορετικό έγκλημα από εκείνο του βιασμού, ήτοι αυτό της κατάχρησης ανίκανου προσώπου σε γενετήσια πράξη. Ειδικότερα, στο άρθρο 338 ΠΚ αναφέρεται: “Όποιος με κατάχρηση της διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας άλλου ή της από οποιαδήποτε αιτία ανικανότητάς του να αντισταθεί ενεργεί με αυτόν γενετήσια πράξη τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη”.
Εξαιρετικές δυσχέρειες παρουσιάζονται στη διάγνωση και, αργότερα, στην απόδειξη του στοιχείου της ανικανότητας του θύματος για αντίσταση, με μερικές απόψεις να απαιτούν απόλυτη ανικανότητα του θύματος, η οποία εκδηλώνεται ως πλήρης αδυναμία διαμόρφωσης, εκδήλωσης ή πραγμάτωσης επαρκούς βούλησής του και άλλες να αρκούνται και σε μερική, όταν δηλαδή το θύμα μπορεί να θέλει, αλλά δεν μπορεί να προβάλλει αντίσταση αποτροπής, την οποία θα αναγκαζόταν να κάμψει ο δράστης. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, λαμβάνεται υπόψη για τη διάγνωση και την απόδειξη της ως άνω ανικανότητας η συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση του θύματος, χωρίς την προκύψασα ανικανότητα. Με άλλα λόγια, σημασία έχει η πιθανολόγηση της στάσης του συγκεκριμένου προσώπου σε ορισμένη κατάσταση.
Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι η οποιαδήποτε ασάφεια υπάρχει στο νόμο, αυτή εξουδετερώνεται μέσα από το εύρος των σχετικών αποφάσεων των δικαστηρίων, οι οποίες από την μία πλευρά επιβεβαιώνουν την εφιαλτική κατάσταση που βιώνουν χιλιάδες γυναίκες στον κόσμο, από την άλλη, ωστόσο, παρέχουν ένα πλέγμα προστασίας επαρκές, προκειμένου να φτάσουν οι υποθέσεις αυτές στη δικαιοσύνη. Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι παρέχεται στα θύματα η δυνατότητα, κατόπιν εντολής του Εισαγγελέα, να εξετασθούν από την αρμόδια Ιατροδικαστική Υπηρεσία και ειδικότερα να υποβληθούν σε εξέταση τριχών, στις οποίες μπορεί να εντοπισθεί οποιαδήποτε ουσία εισήλθε στον οργανισμό τους, ανεξάρτητα από το χρόνο που τελέστηκε το έγκλημα εις βάρος τους. Η αλήθεια είναι, εξάλλου, ότι παρά τις αποδεικτικές δυσκολίες, οι οποίες αποτελούν και τον κατ’ εξοχήν αποθαρρυντικό παράγοντα και το πραγματικό “καρκίνωμα” της διαδικασίας της απονομής δικαιοσύνης που αφήνει πολλούς από αυτούς τους αδίστακτους εγκληματίες ατιμώρητους, το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνει το θύμα είναι να μην δεχτεί να βρίσκεται στην αφάνεια, αλλά να διεκδικήσει τη θεατότητα του προβλήματος, προκειμένου επιτέλους το δίκαιο να γίνεται αντιληπτό ως μια σχέση μεταξύ υποκειμένων. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, ο νομικός πολιτισμός μας δε θα πρέπει να επιτρέπει συμπεριφορές που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν ένα ζωντανό πτώμα ή κουφάρι, διαθέσιμο προς εκμετάλλευση, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να ευνοεί την ενδυνάμωση των θυμάτων και το πέρασμα τους από τη λήθη στην ορατότητα!