Οι ΗΠΑ εγκρίνουν πωλήσεις στρατιωτικού υλικού αξίας 440 εκατ. δολαρίων στην Ταϊβάν

Οι ΗΠΑ εγκρίνουν πωλήσεις στρατιωτικού υλικού αξίας 440 εκατ. δολαρίων στην Ταϊβάν

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε χθες Πέμπτη πως ενέκρινε την «πιθανή» πώληση στην Ταϊβάν, έναντι τιμήματος 440 εκατομμυρίων δολαρίων πυρομαχικών και ανταλλακτικών οχημάτων, όπλων και διαφόρων άλλων ειδών, στο πλαίσιο της στρατιωτικής υποστήριξης που παρέχει η Ουάσιγκτον στη νήσο με αυτόνομη κυβέρνηση, που η Κίνα θεωρεί επαρχία της.

Η πώληση αυτή, μέτριου μεγέθους, δεν αυξάνει την ποσότητα των αμερικανικών όπλων που παραδίδονται στην Ταϊβάν, ωστόσο ανακοινώνεται τη στιγμή που η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο κάνουν προσπάθεια να σταθεροποιήσουν τη θυελλώδη σχέση τους.

Σε ειδοποίησή του προς το Κογκρέσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε την δυνητική πώληση στην Ταϊβάν πυρομαχικών για πυροβόλα 30 χιλιοστών έναντι 332,2 εκατ. δολαρίων και διαφόρων ανταλλακτικών για όπλα και οχήματα έναντι 108 εκατ. δολαρίων.

Οι πωλήσεις αυτές θα βοηθήσουν την Ταϊβάν να «διατηρήσει αξιόπιστες αμυντικές δυνατότητες» και δεν θα αλλάξουν «τη βασική ισορροπία στρατιωτικής ισχύος στην περιφέρεια», πρόσθεσε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών.

Το αμερικανικό Κογκρέσο έχει δικαίωμα να αρνηθεί τέτοιες πωλήσεις, αλλά το ενδεχόμενο αυτό είναι πολύ απίθανο: οι περισσότεροι Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί ασκούν πίεση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να αυξήσει τη στρατιωτική υποστήριξη που διαθέτει στην Ταϊβάν για να αντιμετωπίσει την Κίνα.

 

Οι ΗΠΑ παραμένουν για δεκαετίες ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων του στρατού της Ταϊβάν παρότι δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις μαζί της: αναγνωρίζουν την Κίνα. Το Πεκίνο θεωρεί τη νήσο επαρχία της που μένει να επανενωθεί μια μέρα με την ηπειρωτική χώρα μετά το τέλος του κινεζικού εμφυλίου το 1949, χωρίς να αποκλείει τη χρήση βίας για αυτό.

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν έκανε στα μέσα Ιουνίου σπάνια επίσκεψη στο Πεκίνο, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δυο πλευρές έμειναν αμετακίνητες στις θέσεις τους όσον αφορά την Ταϊβάν, εκφράζοντας πάντως την ελπίδα ότι θα συνεχιστεί η επικοινωνία τους και θα αποφευχθεί ο κίνδυνος οι εντάσεις ανάμεσά τους να εκτραχυνθούν και να οδηγήσουν σε ένοπλη αναμέτρηση.

Related Articles