«Η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ δεν μπορεί να συνεχιστεί υπό τις παρούσες συνθήκες», τονίζει η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) για την Τουρκία, η οποία παράλληλα παροτρύνει την Τουρκία και την ΕΕ να άρουν το σημερινό αδιέξοδο για να βρεθεί ένα «ρεαλιστικό πλαίσιο» στις σχέσεις τους.
Με την έκθεση που εγκρίθηκε την Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου, με 434 ψήφους υπέρ, 18 κατά και 152 αποχές, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «καλεί την τουρκική κυβέρνηση, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη να άρουν το σημερινό αδιέξοδο και να προχωρήσουν προς μια στενότερη, δυναμικότερη και πιο στρατηγική εταιρική σχέση» και συνιστά την εξεύρεση ενός «παράλληλου και ρεαλιστικού πλαισίου για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας.
Το ΕΚ επιμένει ότι η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως επίσης ο αμοιβαίος σεβασμός της κυριαρχίας, η εδαφική ακεραιότητα και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων θα πρέπει να παραμείνουν στον πυρήνα των σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας, και ότι κάθε πλαίσιο για τις σχέσεις αυτές θα πρέπει να βασίζεται σταθερά στις αρχές του διεθνούς δικαίου και της πολυμέρειας.
Οι ευρωβουλευτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να γεφυρώσει το διαρκές και αυξανόμενο χάσμα μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ όσον αφορά τις αξίες και τα πρότυπα, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια επιδεικνύει σαφή έλλειψη πολιτικής βούλησης για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ιδίως όσον αφορά το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα και την προστασία και συμπερίληψη όλων των εθνοτικών, θρησκευτικών και σεξουαλικών μειονοτήτων. Συμπεραίνει περαιτέρω ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει δείξει κανένα ενδιαφέρον να σεβαστεί και να τηρήσει τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και να ευθυγραμμιστεί με τις πολιτικές και τους στόχους της ΕΕ.
Ειδικότερα, στα ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα, η έκθεση του ΕΚ σημειώνει ότι δεν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, μεταξύ άλλων των δικαιωμάτων του ελληνορθόδοξου πληθυσμού των νήσων Ίμβρος και Τένεδος και καλεί τις τουρκικές αρχές να σεβαστούν πλήρως τον ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα των πολιτιστικών και θρησκευτικών μνημείων και συμβόλων και ιδίως εκείνων που έχουν χαρακτηριστεί τοποθεσίες παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, εκφράζοντας ιδιαίτερη ανησυχία για τις πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά το μνημείο της Αγίας Σοφίας και το Μουσείο της Χώρας. Αναφορά γίνεται επίσης στην ανάγκη επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, του σεβασμού και αναγνώρισης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και στην προστασία μειονοτήτων από ρητορική μίσους και θρησκευτικών χώρων από βανδαλισμό.
Το ΕΚ εκφράζει την ικανοποίησή του για την αποκλιμάκωση των εντάσεων που παρατηρήθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο τον τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα μετά τους σεισμούς του Φεβρουαρίου, και εκφράζει την ελπίδα ότι μια πιθανή νέα εποχή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας θα μπορούσε να αποφέρει θετικά αποτελέσματα στις διμερείς σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και όλων των κρατών-μελών της ΕΕ. Παράλληλα, όμως, το ΕΚ τονίζει ότι «έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οποιαδήποτε θετική δυναμική μπορεί εύκολα να αντιστραφεί ανά πάσα στιγμή, ενόσω τα υποκείμενα ζητήματα παραμένουν ανεπίλυτα» και «εκφράζει την ανησυχία του για τις δηλώσεις ορισμένων Τούρκων αξιωματούχων που αμφισβητούν την κυριαρχία ελληνικών νησιών». Το ΕΚ καλεί την Τουρκία να σέβεται την κυριαρχία όλων των κρατών μελών της ΕΕ επί των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου τους, καθώς και όλα τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, περιλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, σύμφωνα με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο. Εκφράζει, επίσης, την πλήρη αλληλεγγύη του προς την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία.
Το ΕΚ επαναλαμβάνει τη μακροχρόνια υποστήριξή του για λύση του Κυπριακού στη βάση μιας δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας. Επιπλέον, το ΕΚ καταδικάζει την έναρξη παράνομων κατασκευαστικών εργασιών από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις εντός της ζώνης ασφαλείας κοντά στο δικοινοτικό χωριό Πύλα, καθώς και τις επιθέσεις κατά ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ και τις ζημίες σε οχήματα του ΟΗΕ στις 18 Αυγούστου 2023. Οι ευρωβουλευτές παροτρύνουν την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή ηγεσία να σταματήσουν και να αναστρέψουν όλες αυτές τις μονομερείς δραστηριότητες και να αποφύγουν τυχόν περαιτέρω ενέργειες και προκλήσεις που δεν ευνοούν την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, το Κοινοβούλιο καλεί την Τουρκία να επικυρώσει την ένταξη της Σουηδίας «χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση» και υπογραμμίζει ότι η διαδικασία προσχώρησης μιας χώρας στο ΝΑΤΟ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνδεθεί με τη διαδικασία προσχώρησης μιας άλλης στην ΕΕ. Η πρόοδος κάθε χώρας στην ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ εξακολουθεί να βασίζεται στις δικές της επιδόσεις, τονίζει το ΕΚ. Επισημαίνει, επίσης, ότι δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ των διαδικασιών ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και της Τουρκίας στην ΕΕ.
Η έκθεση χαιρετίζει την ψήφο της Τουρκίας υπέρ της καταδίκης του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και την προσήλωσή της στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, εκφράζοντας τη λύπη του Κοινοβουλίου για το γεγονός ότι η Τουρκία δεν υποστηρίζει κυρώσεις εκτός του πλαισίου του ΟΗΕ. Το ποσοστό ευθυγράμμισης της χώρας με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της ΕΕ έχει υποχωρήσει σε ιστορικό χαμηλό (7%), το οποίο είναι μακράν το χαμηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της διεύρυνσης.
Εξάλλου, οι ευρωβουλευτές επαινούν τις προσπάθειες της Τουρκίας να συνεχίσει να φιλοξενεί τον μεγαλύτερο προσφυγικό πληθυσμό στον κόσμο, ο οποίος αριθμεί σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους. Χαιρετίζουν το γεγονός ότι η ΕΕ εξακολουθεί να παρέχει χρηματοδότηση για τους πρόσφυγες και τις κοινότητες υποδοχής στην Τουρκία, και είναι αποφασισμένοι να διατηρήσει τη χρηματοδότηση αυτή στο μέλλον.
Τέλος, εκφράζοντας τα εγκάρδια συλλυπητήριά τους στις οικογένειες των θυμάτων των καταστροφικών σεισμών της 6ης Φεβρουαρίου 2023, οι ευρωβουλευτές δηλώνουν ότι η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις ανθρωπιστικές ανάγκες και τις προσπάθειες ανοικοδόμησης. Υπογραμμίζουν ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη θα μπορούσε να οδηγήσει σε απτή βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας.