Η Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) είναι ο τρίτος κατ’ αρχαιότητα κλάδος των Ελληνικών Ένοπλων Δυνάμεων και αποτελεί την πολεμική αεροπορική ισχύ της Ελλάδας. Πρώτιστη αποστολή της Πολεμικής Αεροπορίας είναι η φύλαξη και προστασία του ελληνικού εναέριου χώρου από κάθε είδους παραβιάσεις, η παροχή εναέριας υποστήριξης σε επιχειρήσεις τόσο στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό όσο και στον Ελληνικό Στρατό και παράλληλα η πυρόσβεση, η έρευνα και διάσωση καθώς και η παροχή κάθε δυνατής ανθρωπιστικής βοήθειας ακόμα και σε άλλες χώρες όταν παρίσταται έκτακτη ανάγκη. Παράλληλα η Ελλάδα παρέχει στρατιωτικές αεροπορικές υπηρεσίες στην Βόρεια Μακεδονία διότι η χώρα αυτή δεν έχει πολεμική αεροπορία.
Επίσης η Ελλάδα συμμετέχει μέσω του ΝΑΤΟ του οποίου είναι μέλος, σε στρατιωτικές αεροπορικές επιχειρήσεις εκτός Ελλάδας.
Το σύνθημα της Πολεμικής Αεροπορίας είναι «Αἰὲν ὑψικρατεῖν», το οποίο σημαίνει «Πάντοτε να κυριαρχείς στα ύψη», φράση που αποδίδεται στον αντισμήναρχο (αργότερα υποπτέραρχο) Σπύρο Παπασπύρο, διοικητή του κέντρου κατάταξης στη Βάση της Γάζας, ο οποίος με τη φράση αυτή, στην ημερήσια διαταγή της 5ης Οκτωβρίου 1941, καλωσόρισε στην Αίγυπτο το προσωπικό της 335 Μοίρας, της πρώτης ελληνικής μοίρας μαχητικών αεροσκαφών στη Μέση Ανατολή. Το έμβλημα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας αναπαριστά αετό σε πτήση μπροστά από το κυκλικό διακριτικό της.
Η Πολεμική Αεροπορία (Π.A.) τελεί υπό τη διοίκηση του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (Γ.Ε.Α.)
Ιστορία
Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία ιδρύθηκε το 1911 και μετράει 112 χρόνια ιστορίας. Οι πρώτες προσπάθειες εισαγωγής της αεροπορίας στην Ελλάδα ανήκουν στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, τη συνεισφορά του οποίου η κυβέρνηση αναγνώρισε το 2000, δίνοντας το όνομά του στο νέο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών. Παρ’ όλα αυτά οι πρώτες εμφανίσεις αεροπλάνων στην Ελλάδα οφείλονταν σε ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως αυτή του επιχειρηματία Λεωνίδα Αρνιώτη που το 1910 έκανε δύο αποτυχημένες προσπάθειες απογείωσης με το αεροπλάνο του τύπου Blériot XI των 30 ίππων με αποτέλεσμα την καταστροφή του. Στις 8 Φεβρουαρίου 1912 ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος έγινε ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος πετώντας με ένα αεροπλάνο Nieuport 4G με το παρωνύμιο Αλκυών στην περιοχή του Ρουφ. Στη δεύτερη πτήση που εκτέλεσε ο Αργυρόπουλος την ίδια μέρα πέταξε με τον τότε πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Καραμανλάκης επέλεξε τον ίδιο χώρο απογείωσης με ένα αεροπλάνο Blériot XI αλλά προτίμησε μια τολμηρή πτήση προς το Ρίο, με αποτέλεσμα την αναγκαστική προσθαλάσσωσή του λόγω απειρίας και ισχυρών ανέμων και κατά συνέπεια στον πνιγμό του.
Ίδρυση
Τον Μάρτιο του 1911, η κυβέρνηση ανέθεσε σε Γάλλους ειδικούς τη δημιουργία Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας . Τον Δεκέμβριο του 1911 έξι αξιωματικοί στάλθηκαν στη Γαλλία, στη σχολή των αδελφών Farman λίγο έξω από το Παρίσι, για να εκπαιδευτούν ως πιλότοι, ενώ παραγγέλθηκαν και τα πρώτα διπλάνα τύπου Farman.
Η πρώτη στρατιωτική πτήση έγινε στις 13 Μαΐου 1912 από τον υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο με το πρώτο στρατιωτικό αεροπλάνο της Ελλάδας τύπου Farman HF.III στο Φάληρο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο Δημήτριος Καμπέρος πέταξε με αεροπλάνο Farman HF.III με το παρωνύμιο Δαίδαλος το οποίο είχε μετασκευαστεί σε υδροπλάνο θέτοντας έτσι τις βάσεις της ναυτικής αεροπορίας. Τον Σεπτέμβριο, ο Ελληνικός Στρατός απέκτησε την πρώτη του πολεμική αεροπορική μονάδα, τον Λόχο αεροπόρων, με έδρα τη Λάρισα.
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912 – 1913)
Το αεροπλάνο Farman MF.VII bis hydravion των Μουτούση και Μωραϊτίνη ρυμουλκείται από το Βέλος μετά την επιτυχή αποστολή του στα Δαρδανέλια
Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους αναδεικνύοντας το αεροπλάνο ως πρωτοποριακό πολεμικό μέσο. Λόγω της ανεπάρκειας των αεροπλάνων Farman HF.III για πολεμικές επιχειρήσεις, παραγγέλθηκαν τα βελτιωμένα Farman HF.XX και Farman MF.VII, ενώ μαζί τους κατατάχθηκε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του μηχανικού ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος με το ιδιωτικής χρήσεως Nieuport 4G έπειτα από την προτροπή ένταξης στον Λόχο αεροπορίας, όσοι ιδιώτες διέθεταν δίπλωμα αεροπόρου.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η πρώτη παγκοσμίως πολεμική αεροπορική αποστολή αναγνώρισης των Τούρκων στο μέτωπο της Θεσσαλίας, ενώ ακολούθησαν αποστολές βομβαρδισμού με ρίψεις αυτοσχέδιων βομβών στα οχυρά του Μπιζανίου, καθώς και ρίψεις εφημερίδων και τροφίμων στους πολιορκούμενους κατοίκους των Ιωαννίνων. Στις 24 Ιανουαρίου 1913 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή ναυτικής συνεργασίας στον κόσμο πάνω από τα Δαρδανέλλια, γεγονός που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία των θαλάσσιων επιχειρήσεων. Με τη βοήθεια από το αντιτορπιλικό του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού Βέλος, ο υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης και ο σημαιοφόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης , πετώντας με ένα υδροπλάνο Farman MF.VII bis hydravion, εντόπισαν και κατάρτισαν σχεδιάγραμμα των θέσεων του τουρκικού στόλου τον οποίο και βομβάρδισαν. Η αποστολή αυτή σχολιάστηκε ευρέως τόσο από τον ελληνικό όσο και τον διεθνή τύπο.
Στις 4 Απριλίου 1913 ο αεροπόρος Εμμανουήλ Αργυρόπουλος έγινε ο πρώτος νεκρός της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας χάνοντας τη ζωή του όταν έπεσε το τούρκικο καταληφθέν αεροπλάνο του τύπου Blériot XI-2.
Αρχικά το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό και ο Ελληνικός Στρατός Ξηράς λειτουργούσαν ξεχωριστές μονάδες ναυτικής αεροπορίας και στρατιωτικής αεροπορίας. Η Ελληνική Ναυτική Αεροπορική Υπηρεσία ιδρύθηκε το 1914 από τον τότε Βρετανό αρχηγό του γενικού επιτελείου του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού ναύαρχο Μαρκ Κερρ.
Στις 16 Αυγούστου 1913 η Θεσσαλονίκη ορίστηκε ως η έδρα του Λόχου Αεροπορίας, ενώ στις 23 Δεκεμβρίου 1913, ο Λόχος Αεροπορίας υπήχθη στο υπουργείο στρατιωτικών με διοικητή τον λοχαγό Δημήτριο Καμπέρο και έδρα το αεροδρόμιο Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία).
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία
Τον Οκτώβριο του 1915 ο “Λόχος αεροπορίας” μετονομάστηκε σε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού (ΑΥΣ), και παράλληλα διέθετε το Αεροδρόμιο, την Αεροπορική Μοίρα Παλαιού Φαλήρου και τον Έμπεδο Λόχο Αεροπόρων. Η ΑΥΣ αποτελούσε το επιτελείο με τα σημερινά δεδομένα και είχε ως διοικητή τον ταγματάρχη Δημήτριο Καμπέρο. Στις αρμοδιότητές της περιλαμβανόταν η οικονομική υπηρεσία, η διαχείριση υλικού και η υγειονομική υπηρεσία. Στο Αεροδρόμιο ανήκαν οι εκπαιδευόμενοι χειριστές, το συνεργείο τεχνιτών και το βοηθητικό προσωπικό οπλιτών, ενώ η Αεροπορική Μοίρα Παλαιού Φαλήρου ήταν η μονάδα επιφορτισμένη με την επισκευή των αεροπλάνων. Τέλος, στον Έμπεδο Λόχο Αεροπόρων ανήκε το προσωπικό για τη διοικητική μέριμνα και τη στρατολογία.
Με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1917 στο πλευρό των συμμάχων, ξεκίνησε μια νέα δραστηριοποίηση της ΑΥΣ με τους Έλληνες ιπτάμενους και τεχνικούς να εκπαιδεύονται από τους Γάλλους που είχαν σημαντική παρουσία στη Θεσσαλονίκη στο αεροδρόμιο Σέδες. Το Νοέμβριο του 1917 η ΑΥΣ επανήλθε στη Θεσσαλονίκη και μετά την εκπαίδευση από τους Γάλλους το 1918 μετατράπηκε σε διακριτό σώμα αεροπορίας ισότιμο με τα υπόλοιπα όπλα του Ελληνικού στρατού.
Η πρώτη Ελληνική Πολεμική Μοίρα ήταν η 532 Μοίρα Αναγνωρίσεως που επιχειρούσε από την Αξιούπολη από τις 10 Δεκεμβρίου του 1917 με 12 αεροπλάνα Dorand AR.1 και λίγα Breguet 14A2/B2 με αποστολή τη φωτογράφιση και αναγνώριση των εχθρικών θέσεων, ενώ διέθετε μικτό προσωπικό Γάλλων και Ελλήνων έως το 1918. Ακολούθησε η 531 Μοίρα Δίωξης η οποία συγκροτήθηκε την 13η Μαρτίου 1918 και επιχειρούσε στην ίδια περιοχή με αεροπλάνα Nieuport 24/24bis, Nieuport 27, SPAD S.VII και SPAD S.XIII με το πρωτόγνωρο έργο της επιβολής αεροπορικής κυριαρχίας, ώστε να μπορούν να δρουν τα υπόλοιπα αεροσκάφη και οι χερσαίες δυνάμεις. Η διοίκησή της προσφέρθηκε τιμητικά στον Ανθυπίλαρχο Αλέξανδρο Ζάννα. Με έδρα το Δημητρίτσι Σερρών συγκροτήθηκε και η 533 Μοίρα αναγνώρισης και βομβαρδισμού (ΜΑΒ) την 1η Ιουνίου 1918. Η τελευταία ελληνική Μοίρα του πολέμου ήταν η 534 Μοίρα Αναγνώρισης, η οποία συγκροτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1918 στο Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία). Επιπλέον βοηθητικές υπηρεσίες ανέπτυξε η ΑΥΣ στο Μικρό Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης.
Τον Αύγουστο του 1918 δόθηκε ένα οριστικό οργανωτικό σχήμα με την κατάργηση όλων των προηγούμενων νόμων. Έτσι η νέα οργανωτική μορφή της αεροπορίας περιλάμβανε το αεροπορικό σώμα, στο οποίο υπάγονταν οι 531, 532 και 533 Αεροπορικές Μοίρες, η Έμπεδος Μοίρα, η Μοίρα Εκπαιδεύσεως (Σέδες), το αεροπορικό απόσπασμα στο Γουδί, το αεροπορικό απόσπασμα Ελευσίνας και το τμήμα αεροπορίας υπαγόμενο στη διεύθυνση μηχανικού του υπουργείου στρατιωτικών.
Η Πολεμική Αεροπορία πραγματοποιούσε φωτογραφίσεις, αναγνωρίσεις, περιπολίες και συλλογή πολύτιμων πληροφοριών πάνω από τις εχθρικές γραμμές, καθώς και προσβολές των εχθρικών χαρακωμάτων. Η Ελληνική Ναυτική Αεροπορική Υπηρεσία από την πλευρά της εκτελούσε νυκτερινές επιδρομές, ανθυποβρυχιακές έρευνες και προσβολές στόχων ζωτικής σημασίας, ενώ εμπλεκόταν και σε αερομαχίες. Χαρακτηριστικές είναι οι νυκτερινές επιδρομές στη χερσόνησο της Καλλίπολης-Κωνσταντινούπολης, η επιδρομή κατά των γερμανικών καταδρομικών Γκέμπεν και Μπρέσλαου, οι επιδρομές και η συμμετοχή στη μάχη του Σκρα και βομβαρδισμοί της Σμύρνης. Οι απώλειες της πολεμικής αεροπορίας στη διάρκεια του πολέμου ανήλθαν σε 17 αεροπόρους.
Μετά τη σύναψη ανακωχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (20 Οκτωβρίου 1918) και τη Βουλγαρία (30 Σεπτεμβρίου 1918) η 531 Μοίρα διαλύθηκε στο αεροδρόμιο της Μίκρας τον Οκτώβριο του 1918, ενώ η 534 Μοίρα εστάλη στη Ρωσία προς ενίσχυση της συμμαχικής εκστρατείας το 1919. Παράλληλα η 533 Μοίρα παρέλαβε αεροπλάνα Breguet 14A2/Β2. Μετά τη λήξη του πολέμου οι εγκαταστάσεις πέρασαν στη κυριότητα της ΑΥΣ. Η ναυτική αεροπορία διέθετε 50 αεροσκάφη και η στρατιωτική αεροπορία διέθετε 70 αεροσκάφη.
Η Ελληνική Αεροπορία συμμετείχε ενεργά και στις επιχειρήσεις της Μικρασιατικής εκστρατείας. Ήδη από τον Μάιο του 1919 είχε αναπτυχθεί η Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης, ενώ τον Ιούνιο του 1919 η 533 Μοίρα διενέργησε βομβαρδισμό στο Αϊδίνιο. Η Ναυτική Μοίρα καθώς και οι 3 Στρατιωτικές Μοίρες ανέλαβαν αποστολές αεροφωτογραφίσεως, αναγνωρίσεως και βομβαρδισμού, χωρίς να λείπουν οι αερομαχίες.
Τον Δεκέμβριο του 1919 οργανώθηκε η Διεύθυνση Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατιάς (ΔΑΥΣ) που ενσωμάτωσε όλες τις αεροπορικές δυνάμεις στη Μικρά Ασία και οι Μοίρες 532, 533, 534 μετονομάσθηκαν σε Α’, Β’ και Γ’ αντίστοιχα, αριθμώντας 8-12 αεροσκάφη η καθεμία. Το 1921 κάλυπτε αποτελεσματικά ένα μέτωπο που έφθανε τα 700 χλμ. Καθοριστικές ήταν οι αποστολές βομβαρδισμού της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ. Στις 12 Ιουλίου 1922 ο αεροπόρος Χριστόφορος Σταυρόπουλος κατέρριψε ένα τουρκικό Breguet βορειοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ.
Στις 16/08/1920 ο αεροπόρος ανθ/γός Πέτρος Πετροπουλέας, μετέπειτα διοικητής της Σχολής Αεροπορίας Στρατού και στη συνέχεια αρχηγός αυτής, με το μαχητικό του τύπου SPAD γίνεται ο πρώτος Έλληνας πιλότος που έρχεται σε επαφή με τουρκικό αεροπλάνο, το οποίο και κυνήγησε αναγκάζοντας τον πιλότο του να το προσγειώσει ενώ στις 25 Ιουνίου 1920 είχε προσγειώσει το αεροπλάνο του μέσα στον περίβολο της τούρκικης στρατιωτικής ακαδημίας στην Προύσα, υψώνοντας την ελληνική σημαία.
Τον Αύγουστο του 1922 με την εκκίνηση της γενικής αντεπίθεσης από τις τουρκικές δυνάμεις ξεκίνησε και η σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού με τα 10 αεροπλάνα Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΥ, ενώ από πλευράς Β’, Γ’ και Δ’ Μοιρών υπήρχαν 15 μαχητικά και στην ΔΑΥΣ υπήρχαν περίπου 25-30 αναγνωριστικά/βομβαρδιστικά. Μέχρι τις 26 Αυγούστου όλα τα αεροσκάφη που είχαν διασωθεί είχαν επιστρέψει σε ελληνικό έδαφος. Οι απώλειες της πολεμικής αεροπορίας στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας ανήλθαν σε 23 αεροπόρους, ενώ η χρήση του αεροπορικού όπλου είχε πλέον αποδείξει την αξία της.
Μεσοπόλεμος
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η Πολεμική Αεροπορία ανασυγκροτήθηκε και εκσυγχρονίστηκε, παρόλο της συνεχής πολιτικής αστάθειας. Κατά τις περιόδους της Βασιλευομένης Δημοκρατίας της Ελλάδας μεταξύ του 1935 και 1973, η αεροπορική δύναμη ονομαζόταν Ελληνική Βασιλική Αεροπορία (EBA). Από το 1923 και έπειτα παρελήφθησαν νέοι τύποι αεροπλάνων βρετανικής και γαλλικής κυρίως κατασκευής, εκπαιδευτικά Avro 621 Tutor, Avro 626 Prefect, Morane-Saulnier MS.137/MS.147, ναυτικής συνεργασίας Hawker Horsley Mk II, Fairey IΙIΒ/IIIF Mk I/IIIM, μαχητικά Gloster Mars Mk VI (επίσης γνωστά ως Nieuport Nighthawk) της Ε’ Μοίρας και αναγνωριστικά-βομβαρδιστικά Breguet 19A2/B2.
Τον Μάιο του 1923 η διεύθυνση αεροπορίας του υπουργείου στρατιωτικών εξέδωσε το 62 σελίδων εγχειρίδιο «Αποστολαί βολής πυροβολικού δια παρατηρήσεως απ’ αεροπλάνου», που ήταν ουσιαστικά μια μετάφραση γαλλικού κανονισμού, όπου καθορίζονταν με λεπτομέρειες οι διαδικασίες αλλά και τα κωδικοποιημένα σήματα για τη συνεννόηση επίγειων και εναέριων δυνάμεων.
Παράλληλα ιδρύθηκε στο Φάληρο το Εργοστάσιο Αεροσκαφών Φαλήρου όπου σε συνεργασία με την εταιρεία Blackburn Aeroplane κατασκευάζονταν για λογαριασμό του ΝΑΜΣ τα υδροπλάνα Blackburn T.3A Velos από την 1η Ιουλίου 1925, καθώς και τα αεροπλάνα Armstrong Whitworth Atlas Mk I, Avro 504K/N/O, Avro 621 Tutor και Avro 626 Prefect αργότερα, ενώ ιδρύθηκε και η σχολή ναυτικής αεροπορίας στο Τατόι με εκπαίδευση για πρώτη φορά σε νυχτερινές πτήσεις, χρησιμοποιώντας δοχεία γεμάτα με στουπί εμποτισμένα με πετρέλαιο ώστε να οριοθετούν τον διάδρομο προσγείωσης. Τέλος, αναβαθμίστηκε η εκπαίδευση στη στρατιωτική σχολή αεροπλοΐας στο Σέδες με σύστημα εφάμιλλο της σχολής Ευελπίδων στα θεωρητικά μαθήματα.
Στις 8 Ιουνίου του 1928 με πρωτοβουλία του διοικητή της αεροπορίας συνταγματάρχη Αδαμίδη, έγινε προβολή της Ελληνικής αεροπορίας διεθνώς, με την ευκαιρία της απόκτησης των αεροπλάνων Brequet 19Α2/Β2, αφού ο χειριστής υπολοχαγός Ευάγγελος Παπαδάκης και ο παρατηρητής συνταγματάρχης Χρήστος Αδαμίδης απογειώθηκαν από το Τατόι και ξεκίνησαν με στάσεις στα Άδανα, Χαλέπι, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Βεγγάζη, Αλγέρι, Τρίπολη, Καζαμπλάνκα, Παρίσι, Βουκουρέστι, Θεσσαλονίκη και με την επιστροφή τους την 1η Ιουλίου στην Αθήνα, έχοντας διανύσει 12.800 χλμ. μέσα σε 75 ώρες και 35 λεπτά.
Με το νόμο 4451/1929,[26] το 1930 ιδρύθηκε το Υπουργείο Αεροπορίας και η Πολεμική Αεροπορία καθιερώθηκε ως αυτοτελής τρίτος κλάδος των ενόπλων δυνάμεων. Πρώτος υπουργός αεροπορίας ορκίστηκε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, οποίος ανέθεσε στον Αλέξανδρο Ζάννα το έργο της συνολικής συγκρότησης του όπλου, ενώ σε συνεργασία με τον γλωσσολόγο Μανώλη Τριανταφυλλίδη καθιέρωσαν τις ονομασίες βαθμών που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Παρόλα αυτά συνέχισαν να υφίστανται δύο ξεχωριστές διοικήσεις με τη διοίκηση αεροπορίας στρατού. Το οργανωτικό αυτό σχήμα διατηρήθηκε μέχρι να ψηφιστεί ο νόμος «περί οργανισμού της πολεμικής αεροπορίας», ο οποίος ενοποίησε πλήρως τις δύο διοικήσεις αποτελούμενη από τρεις σμηναρχίες, ενώ με μετέπειτα νόμους καταργήθηκαν οι διακρίσεις μεταξύ στελεχών προερχόμενοι από ναυτικό ή στρατό και όλοι έφεραν ίδιους βαθμούς και στολή.
Παράλληλα το 1931 ιδρύθηκε στο Τατόι η σχολή αεροπορίας, η σημερινή Σχολή Ικάρων , ενώ με το νόμο «περί τεχνικών υπηρεσιών της πολεμικής αεροπορίας» θεσπίστηκαν διατάξεις για το τεχνικό προσωπικό. Επίσης συστάθηκε η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία γεγονός που αποτέλεσε επίτευγμα ύψιστης σημασίας για την ασφάλεια των πτήσεων. Το 1934 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, ενώ παρελήφθησαν νέα αεροπλάνα τύπου Bristol Blenheim Mk I/Mk IV/Mk V, Avro 652 Anson, Fairey Battle Mk I, Potez 633B2, PZL P.24F/G, Dornier Do 22KG και Henschel Hs 126K-6. Το 1939 παραγγέλθηκαν 24 μαχητικά αεροπλάνα Bloch MB.151C1 από τα οποία παρελήφθησαν μόνο εννέα, καθώς η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμπόδισε τη Γαλλία να ολοκληρώσει την παραγγελία. Τα εννέα αεροπλάνα εντάχθηκαν στην 24η Μοίρα Δίωξης της τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Για τον ίδιο λόγο έμειναν ανεκτέλεστες αρκετές ακόμα παραγγελίες της αεροπορίας, όπως τα 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim Mk IV, τα 12 ναυτικής συνεργασίας Avro 652 Anson Mk I, τα 16 μαχητικά Bloch MB.151C1, τα 12 βομβαρδιστικά Potez 633B2 και τα 32 αναγνωριστικά Henschel Hs 126K-6. Είχαν επίσης παραγγελθεί 30 μαχητικά Grumman F4F-3A Wildcat και 24 μαχητικά Supermarine Spitfire Mk I, ενώ οι πρωτόγνωρες για την εποχή επαφές για προμήθεια 30 μαχητικών Curtiss P-40 Warhawk και 48 βομβαρδιστικών Martin Maryland δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.
Τέλος, σημαντική ήταν και η προσπάθεια οργάνωσης του δικτύου των αεροδρομίων, με τις μεγαλύτερες αεροπορικές βάσεις στις Σέδες, τη Λάρισα, το Τατόι, το Φάληρο, τη Νέα Αγχίαλο και την Ελευσίνα, με ακόμα 23 βοηθητικά αεροδρόμια και άλλα 22 “εμπιστευτικού χαρακτήρα”.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου η Ελλάδα έχοντας 79 αεροπλάνα πρώτης γραμμής (από σύνολο 128 ενεργών όλων των τύπων) κλήθηκε να αντιμετωπίσει περισσότερα από 463 ιταλικά. Παρά την αριθμητική υπεροχή της Ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας, η Ελληνική Αεροπορία ανέτρεψε από τις πρώτες ημέρες του πολέμου τα σχέδια των Ιταλών και κατάφερε να εμποδίσει τη δράση της, κατέστρεψε σημαντικές εχθρικές γραμμές ανεφοδιασμού, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού και παρείχε προστασία στα ελληνικά στρατεύματα.
Χαρακτηριστική είναι η αποστολή της 2 Νοεμβρίου 1940 κατά την οποία ένα Breguet 19 εκτελώντας χαμηλή πτήση κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων εντόπισε την Ιταλική ταξιαρχία Αλπινιστών Τζούλια τη στιγμή ακριβώς που είχε εισδύσει στη Πίνδο και κινούνταν προς κατάληψη του Μετσόβου. Την ίδια μέρα ο υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης όταν κατά τη διάρκεια αερομαχίας έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά του κατέρριψε ένα τρικινητήριο ιταλικό βομβαρδιστικό χτυπώντας το πηδάλιο του με την έλικα του αεροπλάνου του σε αερομαχία πάνω από τον Λαγκαδά. Η αεροπορία ενισχύθηκε με 6 Bristol Blenheim Mk I και 22 Gloster Gladiator Mk II από τα βρετανικά αποθέματα, ενώ η RAF συνέβαλε σημαντικά εξορμώντας από αιγυπτιακά και ελληνικά αεροδρόμια πλήττοντας ιταλικές γραμμές ανεφοδιασμού και στρατευμάτων.
Η δράση της Ελληνικής αεροπορίας συνεχίστηκε αμείωτη τόσο κατά τη μεγάλη εαρινή επίθεση του Μαρτίου του 1941, η οποία αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία, όσο και κατά τη γερμανική εισβολή και τη σύγκρουση με τη Luftwaffe που διέθετε πάνω από 1.000 αεροσκάφη, καταρρίπτοντας 4 γερμανικά, ενώ τα περισσότερα ελληνικά αεροσκάφη που είχαν απομείνει, καταστράφηκαν στο έδαφος από τις μαζικές επιθέσεις, με 6 ακόμα να χάνονται σε αερομαχίες. Μόλις 14 από τη συνολική δύναμη κατάφεραν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή.
Η Ελληνική αεροπορία κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής εισβολής έχασε 52 πιλότους και καταρρίφθηκαν συνολικά 64 εχθρικά αεροσκάφη, ενώ πιθανολογείται η κατάρριψη άλλων 24, με 804 πολεμικές αποστολές και 1530 ώρες πτήσεις για τα μαχητικά, ενώ τα βομβαρδιστικά εκτέλεσαν 237 αποστολές με 926 ώρες και τα αεροσκάφη στρατιωτικής συνεργασίας 252 ώρες.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής η Ελληνική αεροπορία ανασυγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή με έδρα το Κάιρο που υπήχθησαν υπηρεσιακά στη RAF. Εκεί οργανώθηκαν 3 Μοίρες. Η 13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού (ΜΕΒ) με 5 αεροπλάνα Avro 652 Anson τα οποία είχαν διαφύγει με τα πληρώματα τους εκεί μετά την κατάρρευση του μετώπου και τον Ιούνιο ξεκίνησε τις επιχειρήσεις. Το Νοέμβριο παρέλαβε αεροπλάνα Bristol Blenheim Mk IV για ανθυποβρυχιακές κυρίως αποστολές, ενώ τον Ιανουάριο του 1943 ενισχύθηκε με τα Bristol Blenheim Mk V Bisley και τον Αύγουστο παρέλαβε τα βομβαρδιστικά Martin A-30 Baltimore Mk III/IV/V, η οποία επιχείρησε εντατικά και σε αποστολές βομβαρδισμού εναντίον Γερμανών στη Γιουγκοσλαβία μετά τη μετακίνησή της στην Ιταλία. Με τη συμβολή της RAF συγκροτήθηκαν δύο ελληνικές Βασιλικές Μοίρες Διώξεως Βομβαρδισμού (ΒΕΜΔ). Η 335 με αεροπλάνα τύπου Hawker Hurricane Mk I/II και αργότερα με Supermarine Spitfire Mk VB/VC, η οποία συνέβαλε σημαντικά εναντίον του Ιταλικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής την 28η Οκτωβρίου 1942. Τέλος, τον Φεβρουάριο του 1943 οργανώθηκε η 336 ΒΕΜΔ με παρόμοιο εξοπλισμό. Παράλληλα δημιουργήθηκαν μονάδες τεχνικής εκπαιδεύσεως και επισκευής στη Γάζα της Παλαιστίνης, καθώς και κέντρα εκπαίδευσης στη Νότια Ροδεσία. Όλες οι Μοίρες μετακινήθηκαν στην Ιταλία το φθινόπωρο του 1944.
Η δραστηριότητα των ελληνικών μοιρών περιελάμβανε συνοδείες νηοπομπών, ανθυποβρυχιακές έρευνες, επιθέσεις και αναχαιτίσεις της εχθρικής αεροπορίας, επιθετικές περιπολίες και αναγνωρίσεις. Το καλοκαίρι του 1943 οι ελληνικές Μοίρες Διώξεως πήραν μέρος στις μεγάλες επιδρομές που σχεδίαζαν οι σύμμαχοι για την προσβολή γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη. Οι απώλειες της Ελληνικής αεροπορίας ανήλθαν σε 86 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, ενώ καταρρίφθηκαν και 3 γερμανικά αεροσκάφη. Συνολικά, οι 335 και 336 ΒΕΜΔ είχαν πάνω από 32.927 ώρες πτήσεις σε 13.616 αποστολές, ενώ η 13η Μοίρα 6.166 αποστολές.
Μετά την υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από την Ελλάδα το Νοέμβριο του 1944 και την απελευθέρωση η Ελληνική αεροπορία με τις 3 Μοίρες επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου έλαβε μέρος στις τελευταίες επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών που είχαν κρατήσει αρκετά νησιά και έπειτα στον εμφύλιο πόλεμο που κράτησε μέχρι το 1949. Για τον λόγο αυτό μετακινήθηκαν στο αεροδρόμιο Σέδες οι 335 και 336 Μοίρες Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΜΕΒΑ) οι οποίες χρησιμοποιώντας και αρκετά βοηθητικά αεροδρόμια ενίσχυσαν τον Ελληνικό στρατό στις επιχειρήσεις κατά των δυνάμεων του δημοκρατικού στρατού Ελλάδος σε ολόκληρη τη χώρα και κυρίως στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων έγινε χρήση από διάφορες εκδόσεις αεροπλάνων τύπου North American T-6 Texan, Supermarine Spitfire ως αεροπλάνα εναέριας παρατήρησης και συνεργασίας καθώς και ελαφρού βομβαρδισμού, ενώ από το 1947 ενισχύθηκαν με νεότερες εκδόσεις Supermarine Spitfire Mk IX/Mk XVI, με τα οποία οργανώθηκε και τρίτη Μοίρα, η 337. Ταυτόχρονα αποκτήθηκαν και τα μεταγωγικά Douglas C-47 Skytrain, ενώ τα Martin A-30 Baltimore επεστράφησαν στη RAF και αποκτήθηκαν στη θέση τους τα Curtiss SB2C-5 Helldiver από τις ΗΠΑ για την 336 Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού.
Πόλεμος της Κορέας
Στις αρχές του 1950 η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και η Ελληνική αεροπορία ανασυντάχθηκε και οργανώθηκε σύμφωνα με τα νατοϊκά πρότυπα με τη βοήθεια των ΗΠΑ και αφορούσε αεροσκάφη πρώτης γενιάς, καθώς και διάδρομοι Π/Γ, υπόστεγα, καταφύγια και άλλα έργα υποδομών. Κύρια βάση υποδοχής των αεροσκαφών ορίστηκε η 115 Πτέρυγα Μάχης (ΠΜ) στην Αεροπορική Βάση Ελευσίνας.
Το Νοέμβριο του 1950, στο πλαίσιο αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στη Νότια Κορέα, η οποία είχε δεχθεί επίθεση από τη Βόρεια Κορέα, η Ελλάδα συμμετείχε με το εκστρατευτικό σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ), το οποίο περιλάμβανε ένα ενισχυμένο Τάγμα Πεζικού και το 13ο Σμήνος Μεταφορικών Αεροσκαφών που αποτελούνταν από επτά αεροπλάνα Douglas C-47 Skytrain της 355 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών και 67 αξιωματικούς και οπλίτες. Μέχρι τον Μάιο του 1955 το 13ο Ελληνικό Σμήνος πραγματοποίησε 2.916 πολεμικές αποστολές συλλογής πληροφοριών, μεταφοράς εφοδίων, αιχμαλώτων, προσωπικού και τραυματιών κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες μεταφέροντας συνολικά 70.568 επιβάτες, 9.243 τραυματίες και καταγράφοντας 13.777 ώρες πτήσης.
Τα πληρώματα που συμμετείχαν στον Πόλεμο της Κορέας διακρίθηκαν για την τόλμη και την αποφασιστικότητά τους, ενώ οι απώλειες του ελληνικού Σμήνους στη Νότια Κορέα ανήλθαν σε δώδεκα άτομα και τέσσερα αεροσκάφη.
Μεταπολεμικές εξελίξεις
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα ελικοφόρα αεροπλάνα της Ελληνικής αεροπορίας άρχισαν να αντικαθίστανται από αεριωθούμενα. Τον Σεπτέμβριο του 1951 παρελήφθησαν τα πρώτα εκπαιδευτικά Lockheed T-33A Silver Star, το 1952 τα πρώτα μαχητικά Republic F-84G Thunderjet, το 1954 τα μαχητικά North American F-86E Sabre, το 1957 τα μαχητικά Republic F-84F Thunderstreak και η φωτοαναγνωριστική έκδοσή του, τα Republic RF-84F Thunderflash τα οποία έμειναν σε υπηρεσία στην 348 Μοίρα Τακτικής Αναγνώρισης μέχρι το 1991. Το 1963 τα εκπαιδευτικά Cessna T-37 Tweet, το 1964 τα μαχητικά Lockheed F-104 Starfighter, το 1969 τα αναχαιτιστικά Convair F-102 Delta Dagger για να ακολουθήσουν το 1975 τα μαχητικά McDonnell Douglas F-4E Phantom II, Northrop F-5 Freedom Fighter, Dassault Mirage F1CG και τα βομβαρδιστικά LTV A-7 Corsair II και τα μαχητικά McDonnell Douglas RF-4Ε Phantom II το 1979.
Στις 27 Αυγούστου του 1966, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έθεσε το θεμέλιο λίθο του γενικού νοσοκομείου της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας στο Γουδή.
Τον Ιούλιο του 1974 αεροπλάνα Nord Noratlas της 354 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών συμμετείχαν στην επιχείρηση αερομεταφοράς Ελλήνων καταδρομέων από την Κρήτη στη Κύπρο. Παρά τις αντίξοες συνθήκες πτήσης και την παλαιότητα των αεροπλάνων, 12 από τα 15 αεροπλάνα που συμμετείχαν στην αποστολή «Νίκη» προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας αλλά ένα αεροπλάνο καταρρίφθηκε από φίλια πυρά στοιχίζοντας τη ζωή του τετραμελούς πληρώματός του και 27 αλεξιπτωτιστών.
Εκσυγχρονισμός και πρόσφατες εξελίξεις
Το 1988 παρελήφθησαν τα πρώτα αεροσκάφη τρίτης γενιάς Dassault-Breguet Mirage 2000BGM/EGM, ενώ το 1989 τα πρώτα Lockheed F-16C/D Block 30 Fighting Falcon. Στις 29 Μαρτίου 1991 αποσύρθηκαν τα Republic RF-84F Thunderflash, ενώ τον Νοέμβριο του 1992 παρελήφθησαν επιπλέον αεροπλάνα McDonnell Douglas RF-4Ε Phantom II.
Τον Ιούλιο του 1997 ξεκίνησε η παραλαβή των Lockheed F-16C/D Block 50 Fighting Falcon τα οποία εξοπλίζονταν με πυραύλους AIM-120 AMRAAM και AGM-88 HARM και ατρακτίδια σκόπευσης και πλοήγησης LANTIRN.
Το 2000 αποφασίστηκε η αγορά 15 αεροπλάνων Dassault-Breguet Mirage 2000-5 Mk II και τον Σεπτέμβριο του 2004 άρχισε ο εκσυγχρονισμός δέκα επιπλέον αεροπλάνων Dassault-Breguet Mirage 2000BGM/EGM στο επίπεδο 2000-5 Mk II από την κατασκευάστρια Dassault και την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία. Την ίδια περίοδο παραγγέλθηκαν με το πρόγραμμα Peace Xenia III 60 συνολικά Lockheed F-16C/D Βlock 52+, η παράδοση των οποίων τελείωσε το 2004. Το 2005 η κυβέρνηση αποφάσισε την αγορά άλλων 30 Lockheed F-16C/D Βlock 52+ Adv. Με τα Lockheed F-16C/D Block 52+ Αdv. (Block 52M) η Ελλάδα έγινε μία από τις πρώτες χώρες που απέκτησε τα αναβαθμισμένα Lockheed F-16C/D Block 52+.
Τον Οκτώβριο του 2017 η κυβέρνηση αποφάσισε τον εκσυγχρονισμό των 55 εναπομενόντων Lockheed F-16C/D Block 52+ καθώς και των 30 Lockheed F-16C/D Block 52+ Adv. στο πλέον προηγμένο επίπεδο Block 72 Viper με αναβαθμίσεις σε ηλεκτρονικά, νέο Ραντάρ Ενεργητικής Ηλεκτρονικής Σάρωσης (AESA) APG-83 SABR (Scalable Agile Beam Radar), σύστημα ανταλλαγής δεδομένων LINΚ 16 και ένα νέο σύστημα σχεδιασμού πτήσεως (JMPS). Η συμφωνία προβλέπει επίσης έναν προσομοιωτή πτήσεως Lockheed F-16V, την αναβάθμιση δυο υπαρχόντων προσομοιωτών της πολεμικής αεροπορίας σε Lockheed F-16V, αναβάθμιση 26 συστημάτων αυτοπροστασίας ASPIS I σε επίπεδο ASPIS II, εξοπλισμό υποστηρίξεως εδάφους, συστήματα ολοκληρώσεως των συστημάτων και δοκιμών, καθώς και ανταλλακτικά. Το πρόγραμμα αναβαθμίσεων ξεκίνησε μέσα στο 2018 με 2 αεροπλάνα να ταξιδεύουν στις ΗΠΑ για δοκιμές και τα υπόλοιπα να εισέρχονται στις εγκαταστάσεις της ΕΑΒ σταδιακά έως το 2026 που θα έχει ολοκληρωθεί πλήρως η αναβάθμιση και των 85 αεροπλάνων.
Η κυβέρνηση εξετάζει την αναβάθμιση και των Lockheed F-16C/D Block 50 με ανταλλακτικά που θα περισσέψουν από τα αναβαθμισμένα Lockheed F-16C/D Βlock 52+ Adv. σε Lockheed F-16C/D Block 72 Viper, με σκοπό να γίνουν εκμεταλλεύσιμες πλήρως οι δυνατότητές τους. Το πρόγραμμα θα πραγματοποιηθεί με τη συνεργασία της κατασκευάστριας εταιρίας Lockheed Martin με την 111 Πτέρυγα Μάχης στη Νέα Αγχίαλο όπου και εδρεύουν οι 341 “Βέλος” και 347 “Περσέας” Μοίρες, με την κατασκευή ενός υπόστεγου και τριών εξειδικευμένων συνεργείων από πλευράς της LM και τους τεχνικούς της 111ΠΜ να αναλαμβάνουν την αναβάθμιση των αεροπλάνων με ορίζοντα παράδοσης τα 6 έτη.
Τον Σεπτέμβριο του 2020 κατά τη διάρκεια του forum της ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την αγορά 18 Dassault Rafale εκ των οποίων 12 μεταχειρισμένα και 6 νέων με ορίζοντα παράδοσης από το 2021 έως το 2023 με σκοπό τη σταδιακή απόσυρση των μη εκσυγχρονισμένων και παλαιότερων Dassault-Breguet Mirage 2000BGM/EGM συνολικού κόστους περίπου 2,3 δις ευρώ με τα όπλα και τις συμβάσεις εν συνεχεία υποστήριξης. Από το ίδιο βήμα το αμέσως επόμενο έτος ο πρωθυπουργός της χώρας ανακοίνωσε την απόκτηση 6 επιπλέον αεροπλάνων Rafale ανεβάζοντας τα συνολικά αεροπλάνα σε 24 με 12 μεταχειρισμένα και 12 νέα, όλα στο πρότυπο F3R.
Σε συνέντευξή του σε εφημερίδα, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, δήλωσε ότι υπάρχει σχετική επιστολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την απόκτηση του μειωμένης χωρητικότητας φορτίου Lockheed Martin F-35 Lightning II σε σύγκριση με του αυξημένης χωρητικότητας φορτίου Sukhoi Su-57 χωρίς περαιτέρω αναφορές για το πότε αλλά και σε τι αριθμό.
Το ανώτατο επιτελικό όργανο της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας είναι το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ), το οποίο ιεραρχικά υπάγεται στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), το οποίο με τη σειρά του υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (ΥΕΘΑ).
Οργανωτικά στο ΓΕΑ υπάγονται:
Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας (ΑΤΑ) με έδρα την Α/Β στη Λάρισα
Εθνικό Κέντρο Αεροπορικών Επιχειρήσεων (ΕΚΑΕ)
1 και 2 ΑΚΕ
Μονάδες Αεράμυνας και RADARS
Πτέρυγες Μάχης (Α/Φ – Κ/Β)
Σμηναρχίες Μάχης
Λοιπές Μονάδες ( ΑΤΑ )
Διοίκηση Αεροπορικής Υποστήριξης (ΔΑΥ) με έδρα την Α/Β Θριάσιου (Ελευσίνα)
Μονάδες Αεροσκαφών
Εργοστάσια
Μονάδες Εφοδιασμού
Λοιπές Μονάδες
Διοίκηση Αεροπορικής Εκπαίδευσης (ΔΑΕ) με έδρα την Α/Β Τατοϊου στη Δεκέλεια Αττικής.
Μονάδες (ΔΑΕ) (Σχολές οι οποίες παρέχουν την εκπαίδευση)
Μονάδες και Υπηρεσίες του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (ΜΤΑ – ΓΝΑ κ.α.)
Οι πολεμικές επιχειρήσεις επιβλέπονται από το Ανώτατο Αεροπορικό Συμβούλιο (ΑΑΣ). Η Σχολή Ικάρων (ΣΙ) και η ΣΜΥΑ (Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Αεροπορίας) [ένωση Σχολής Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας (ΣΤΥΑ), Σχολής Υπαξιωματικών Διοικητικών (ΣΥΔ) και Σχολής Ιπταμένων Ραδιοναυτίλων (ΣΙΡ)] είναι οι παραγωγικές σχολές Αξιωματικών και Υπαξιωματικών της ΠΑ, ενώ η Αεροπορική Σχολή Πολέμου (ΑΣΠ) , το ΚΕΑΤ (Κέντρο Αεροπορικής Τακτικής) – Σχολείο Όπλων Τακτικής (ΣΟΤ), το Κέντρο Εκπαίδευσης Προσωπικού Αεράμυνας (ΚΕΠΑ) , το Σμήνος Μετεκπαίδευσης Αεράμυνας (ΣΜΕΑ), το Κέντρο Εκπαίδευσης Φρουρών – Σκύλων (ΚΕΦΣΚΥ) , το Σχολείο Πυρασφάλειας Πολεμικής Αεροπορίας (ΣΠΥΠΑ) καθώς και πολλά άλλα σχολεία της ΠΑ, αποτελούν βασικά Σχολεία εξειδίκευσης ή στάδια μετεκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομία του προσωπικού της ΠΑ.
Οι οκτώ κυριότερες αεροπορικές βάσεις της πολεμικής αεροπορίας βρίσκονται στη Λάρισα, τη Νέα Αγχίαλο, την Ελευσίνα, την Τανάγρα, τη Θεσσαλονίκη, τη Σούδα, την Ανδραβίδα και τον Άραξο. Βοηθητικά αεροδρόμια βρίσκονται διάσπαρτα στα νησιά του Αιγαίου, την Κάρπαθο, τη Σαντορίνη, τη Ρόδο, τη Σκύρο, τη Λήμνο, την Καβάλα, το Ηράκλειο και το Τατόι.
Πτέρυγες της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας
Εθνικό Κέντρο Αεροπορικών Επιχειρήσεων (ΕΚΑΕ)
Έδρα: Λάρισα
1 ΑΚΕ
Έδρα: Λάρισα
2 ΑΚΕ
Έδρα: Αθήνα
110 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Λάρισα
337 Μοίρα Παντός Καιρού «Φάντασμα» – F-16 C/D Block 52+
390 Μοίρα Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών «Αχέρων» – Πήγασος ΙΙ Block I , HERON I
111 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Νέα Αγχίαλος
330 Μοίρα «Κεραυνός» – F-16C/D Block 30
341 Μοίρα «Bέλος» – F-16C/D Block 50
347 Μοίρα «Περσεύς» – F-16C/D Block 50
112 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Ελευσίνα
352 Μοίρα Μεταφοράς Υψηλών Προσώπων «Κόσμος»- Embraer Legacy, Gulfstream V
354 Μοίρα Τακτικών Μεταφορών «Πήγασος» – C-27J Spartan
355 Μοίρα Τακτικών Μεταφορών «Άτλας» – Canadair CL-215
356 Μοίρα Τακτικών Μεταφορών «Ηρακλής» – C-130 Hercules
358 Μοίρα Έρευνας Διάσωσης «Φαέθων» – Agusta Bell 205/205Α1, Bell-212, A-109E Power
384 Μοίρα Έρευνας Διάσωσης «Πούμα» -AS 332C1 Super Puma
380 Μοίρα Αερομεταφερόμενου Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης & Ελέγχου «Ουρανός»[51]- EMB-145H AEW&C Erieye
31 Μοίρα Ειδικών Επιχειρήσεων «Αχιλλέας»
Μοίρα Συντήρησης Ε/Π (ΜΣΕ/Π) Όλοι οι τύποι Ελικοπτέρων
Μοίρα Συντήρησης Αεροσκαφών (ΜΣΑ) CL-215/415
113 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Μίκρα Θεσσαλονίκης
383 Μοίρα Ειδικών Επιχειρήσεων & Αεροπυρόσβεσης «Πρωτέας» – Canadair CL-415
114 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Τανάγρα
331 Μοίρα Παντός Καιρού «Θησέας» – Mirage 2000-5 Mk II
332 Μοίρα Παντός Καιρού «Γεράκι» – Rafale F3R
115 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Σούδα
340 Μοίρα «Αλεπού» – F-16C/D Block 52+
343 Μοίρα «Αστέρι» – F-16C/D Block 52+
116 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Άραξος
335 Μοίρα «Τίγρης» – F-16C/D Block 52+ Adv.
336 Μοίρα «Όλυμπος» – F-16C/D Block 52+ Adv.
117 Πτέρυγα Μάχης
Έδρα: Ανδραβίδα
338 Μοίρα Δίωξης/Βομβαρδισμού «Άρης» – F-4E Phantom II (Peace Icarus 2000)
120 Πτέρυγα Εκπαίδευσης Αέρος
Έδρα: Καλαμάτα
361 Μοίρα Εκπαίδευσης Αέρος «Μυστράς» – T-6A Texan II
362 Μοίρα Εκπαίδευσης Αέρος «Νέστωρ» – T-2E Buckeye
363 Μοίρα Εκπαίδευσης Αέρος «Δαναός» – T-2E Buckeye
364 Μοίρα Εκπαίδευσης Αέρος «Πέλοψ» – T-6A Texan II
123 Πτέρυγα Τεχνικής Εκπαίδευσης
Έδρα: Δεκέλεια
124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαίδευσης
Έδρα: Τρίπολη
350 Πτέρυγα Κατευθυνομένων Βλημάτων
Έδρα: Σέδες Θεσσαλονίκης
359 Μονάδα Αεροπορικής Εξυπηρέτησης Δημοσίων Υπηρεσιών
351 Μοίρα Αεροπορικών Εφαρμογών – PZL Μ-18 Dromader
Έδρα: Δεκέλεια
Σχολή Ικάρων
360 Μοίρα Εκπαίδευσης Αέρος – P2002-JF
Έδρα: Δεκέλεια