«Και του χρόνου ελεύθεροι!» -(Η πρωτοχρονιά του 1944, από το ημερολόγιο «Φύλλα Κατοχής»)

«Και του χρόνου ελεύθεροι!» -(Η πρωτοχρονιά του 1944, από το ημερολόγιο «Φύλλα Κατοχής»)

Αγαπητοί Συνάδελφοι σας στέλνω συνημμένα φύλλα κατοχής από το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου

Με εκτίμηση

Εφ. Λγός ΜΧ

Κρουσταλάκης Παντελής

Πρόεδρος  

 

14 Σεπτέμβρη 1941

Κάθομαι στη μικρή βεράντα της τραπεζαρίας για λίγη δροσιά. Σιγά σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά η πόρτα, και μπαίνει η Κατίνα Δούση. Η Κατίνα, φτωχή, πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη.
«Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τί θα γίνη Θεέ μου; Αυτός που τον έφερε εξαφανίστηκε».
«Αξιωματικός;» τη ρώτησα.
«Έτσι μοιάζει».
«Καλά, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσε καλά την πόρτα σου, και απόφυγε να μπη και ο πιο δικός σου. «Έρχομαι αμέσως ».
Η υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ’ όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυγαδεύσουν άγγλους, ούτε και να τους θρέψουν. Πίσω απ’ αυτούς, είμαστε μια αλυσίδα φίλων, έτοιμοι να τους στηρίξωμε.
Τηλεφωνώ αμέσως στον Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρόχειρο τη στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού.
Βάζω σ’ ένα ταγάρι, κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι και πάω στης Κατίνας, στην οδό Σωτηρος.
Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, που μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο άγγλος στέκεται όρθιος σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσουμε λίγες λέξεις, και βγαίνομε προσεκτικά στο δρόμο. Έχω περάσει το μπράτσο μου στο δικό του, και προχωρούμε αδιάφοροι. Ο Γιώργης Αβέρωφ και ο άντρας μου ακολουθούν από μακριά.
Βαδίζαμε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά που συναντούμε γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μιά πάροδο. Στα χέρια μου κρατώ το κλειδί του παλιού σπιτιού της Richardson.
Αυτό ψάχνομε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά είναι την ώρα που μπαίνομε. Μέσα όλα τακτικά. Καθίζουμε άνετα, και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πη, και έχει ανάγκη να μιλήση. Είναι ερωτευμένος με μιαν Ελληνίδα, και δε θέλει να φύγη από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να την βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει. «Μόνο οι έρωτες μας έλειπαν », σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πως είναι αργά, πως αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του και θα τα ξαναπούμε. Έτσι μόνο κατορθώνω να τον αφήσω.

15 Σεπτέμβρη 1941

Το μεσημέρι τον είδα, όπως είχαμε συμφωνήσει. Το βραδάκι τον μετακινήσαμε προς άλλη διεύθυνση.
Είμαι ευχαριστημένη. Κάθε φορά που βοηθούμε άγγλο, έχω αυτή την πρόσθετη ικανοποίηση πως απαντούμε κατά κάποιο τρόπο στη βία του κατακτητή. Γιατί, είτε με την απάτη, είτε με την εξέγερση, την απάντηση στη βία τη νοιώθουμε σα νόμο ανάγκης.

20 Οκτώβρη 1941

Σήμερα ακούσαμε τα πρώτα ανεπανόρθωτα. Στην Ελευσίνα έγιναν εκτελέσεις Ελλήνων. Χτες οι γερμανοί τουφέκισαν τρία παλληκάρια, τον Βαβουράκη, τον Πανωλιάσκο και τον Νίκα. Πριν λίγες μέρες είχαν τουφεκίσει και τον Χρήστο Στάμο. Και οι τέσσερες πεθαίνοντας, εξομολογούνται στον παπά που τους κοινώνησε, το μεγάλο καημό τους. Την έννοια τους για τις γυναίκες και τα παιδιά τους που εγκαταλείπουν χωρίς προστάτη.

24 Οκτώβρη 1941

Ο Γιάννης Γιωργάκης ήρθε εκ μέρους του Μακαριωτάτου Δαμασκηνού, να μου πή ν’ αναλάβω τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Θα έχω κάθε βοήθεια από την Αρχιεπισκοπή. Θα τους δίνωμε μηνιαίο βοήθημα, ρούχα και τρόφιμα. Το δέχτηκα μ’ ευγνωμοσύνη.

12 Ιουνίου 1942

Πέρασα ώρες με την Ευανθία Καλαμπούρα. Τα μάτια της, βαθουλωμένα σαν πηγαδάκια από το κλάμα, με κοιτάζουν ανέκφραστα. Προχτές εκτέλεσαν οι γερμανοί το γιο της το Γιάννη μαζί με τον Κοκκινέλη. Τώρα κυνηγούν και τους άλλους της γιους. Τρέμει η δύστυχη και δεν ξέρει πού να τους κρύψη. Οι ίδιοι θέλουν να πάνε στο αντάρτικο. Το βουνό, όποιο και νάναι, θα τους ρουφήξη κι αυτούς.

20 Ιουνίου 1942

Είδα πάλι την Ευανθία. Έχει περισσότερο κουράγιο. Τόσα παιδιά περιμένουν απ’ αυτήν και το ένα είναι ανάπηρο. Ολόκληρη είναι σαν μια προσευχή. Ποια γυναίκα, ποια μάνα που σηκώνει ανθρώπινες ζωές στην καρδιά της, δεν αναμετράει πόσο μεγάλη είναι η αγάπη της και πόσο λίγη η δύναμή της; Μόνο ακουμπώντας στο Θεό ελπίζει και προχωρεί.

8 Απρίλη 1943

Στο πρώτο πάτωμα της Αρχιεπισκοπής έχομε μιαν αποθήκη για ρούχα, κουβέρτες, τρόφιμα. Δε σκέπτομαι ποτέ το μέλλον, αφού κάθε ώρα μπορεί να είναι και η τελευταία μας. Γι’ αυτό δεν έρχεται άνθρωπος που να έχη ανάγκη και να μη βοηθηθή την ίδια στιγμή. Αδειάζει η αποθήκη, μα πάλι γεμίζει με καινούργιες προσφορές.

25 Αυγούστου 1943

Οι δικοί μας βάλανε φωτιά στο αμαξοστάσιο της Ηλεκτρικής στην Καλλιθέα. Η ζημιά είναι μεγάλη. Μέρες δύσκολες, γεμάτες αναβρασμό και υποψία.

28 Αυγούστου 1943

Το ανακοινωθέν του στρατηγού Speidel λέει: Αν σε τέσσερις μέρες δε βρεθούν οι υπαίτιοι, πενήντα όμηροι θα τουφεκιστούν. Φριχτές ώρες. Όσοι έχουν φυλακισμένους μαζεύονται στην Αρχιεπισκοπή. Η απελπισία τους σαν βουητό βγαίνει από τους τοίχους, τα παράθυρα, τις πόρτες. Μας πνίγει κι’ εμάς.

29 Αυγούστου 1943

Όλος ο κάτω διάδρομος της Αρχιεπισκοπής και τα πρώτα σκαλοπάτια έχουν πλημμυρίσει από κόσμο. Η απόγνωση τους κάνει έξαλλους. […]

31 Αυγούστου 1943

Ο Δεσπότης κάνει όλες τις προσπάθειες, όλα τα διαβήματα, για ν’ αποφύγωμε τ’ αντίποινα. Βλέπει τον Neubacher. Του εξηγεί, τον παρακαλεί να μεσιτεύσει. Στέλνει ζωηρή έκκληση στο στρατηγό Speidel. Από το πρωί ως το βράδυ βλέπει κόσμο. Και χτες και σήμερα. Η απόφαση για την εκτέλεση των ομήρων δεν ξαναδημοσιεύτηκε.

1 Σεπτέμβρη 1943

Σήμερα εξαντλήθηκε η προθεσμία. Πέρασαν οι ωρισμένες μέρες και οι όμηροι δεν τουφεκίστηκαν. Πήραμε μια βαθειά αναπνοή. Δεν τολμούμε να ελπίσωμε.

6 Σεπτέμβρη 1943

Η ευγνωμοσύνη του κόσμου ξεχειλίζει. Η Αρχιεπισκοπή από το πρωί είναι γεμάτη λαό. Όταν μπήκε ο Δεσπότης όλοι γονάτισαν.

27 Νοέμβρη 1943

Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω:
“Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”. Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.
Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.

28 Νοέμβρη 1943

Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο”.

21 Δεκέμβρη 1943

Σήμερα μέσα στις άλλες μια γυναίκα ήρθε στο Γραφείο. Γλυκειά, δειλή, με πλησίασε και μου είπε σιγά: “Έχω το γιο μου φυλακισμένο στο Χαϊδάρι. Μέρες τώρα προσπαθώ να τον δω και δεν μπορώ. Τον λένε Δεϊμέζη. Μήπως ξέρετε τίποτα; Μήπως έγινε κανένα κακό;” Μόλις άκουσα το όνομα, πάγωσα. Το θυμόμουνα. Το είχα δει μέσα στους τελευταίους καταλόγους των σκοτωμένων ομήρων… Δεν είχα τη δύναμη να πω την αλήθεια, μα πάλι ούτε ψέματα στα γαλανά μάτια που με κοίταζαν με απόλυτη εμπιστοσύνη… Με κοίταζε και περίμενε με υπομονή… “Τον έχουν πάρει από το Χαϊδάρι”, είπα σιγά. “Δεν τον βρίσκω πουθενά”. Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλή. Ένας σπασμός στο λαιμό έδειχνε όλη της τη συγκίνηση. Έπειτα με κόπο απάντησε: “Ίσως να τον έχουν σκοτώσει”. Της πήρα το χέρι. Το στομάχι μου και το κεφάλι μου πονούσαν φριχτά… “Κατεβαίνομε μαζί;” ρώτησα δειλά. Και σηκωθήκαμε. Προχωρήσαμε στο δρόμο. Ούτε ο καλός ήλιος του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ο ζεστός, ο μαγικός ήλιος μπόρεσε να βοηθήσει. Έμοιαζε σαν ψεύτικο σκηνικό και μας άφησε παγωμένες και τις δύο. Στο σπίτι κάθησα μηχανικά στο τραπέζι… Ένιωσα όλα να γυρίζουν γύρω μου. Σηκώθηκα, πήγα με κόπο στο κρεβάτι μου, ξέσπασα σ’ ατέλειωτο αναφυλλητό. Έχω τσακίσει, δεν κυβερνώ τα νεύρα μου πια.

22 Δεκέμβρη 1943

Το πρωί στο γραφείο, μέσα στα άπειρα πρόσωπα ήταν πάλι το πρόσωπό της. “Αφήστε με να καθίσω, αφήστε με να έρχομαι” μου είπε. Και στο σπίτι ακόμα, όπου γυρίσω, βλέπω τα μάτια της να με κοιτάζουν. Νιώθω το χάος κάτω από τα πόδια μου.

12 Ιουνίου 1944

Ούτε είδαμε γυναίκα του Δίστομου στην Αρχιεπισκοπή. Όσες υπήρχανε είναι νεκρές και αυτές και τα παιδιά τους.

13 Ιουνίου 1944

Ο καιρός περνάει. Κρύβομε το πρόσωπό μας μέσα στον ημερήσιο μόχθο μας. Προσπαθούμε να ξεχάσωμε την ανθρώπινη ευθύνη μας, μπρος στα συντελούμενα εγκλήματα. Τέτοια ασκήμια η σκλαβιά, κι αυτή η φριχτή ανημποριά. Να βάλωμε φωτιά στα επιτελεία τους και να καούμε κι’ εμείς. Ο Σαμψών ήταν ένας ελεύθερος άντρας.

Ιωάννα Τσάτσου (1909-2000).Η Ιωάννα Τσάτσου γεννήθηκε στη Σμύρνη, κόρη του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη, και αδελφή του Γιώργου Σεφέρη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή με τίτλο της εργασίας της “Επίδραση της εθνικότητας επί του κύρους του γάμου”. Το 1930 παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, με τον οποίο απέκτησε δυο κόρες τη Δέσποινα και τη Θεοδώρα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έδρασε στην ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Ψαρού και πήρε μέρος σε αποστολές βοήθειας οικογενειών εκτελεσθέντων και φυγάδευσης άγγλων στρατιωτών με την καθοδήγηση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το 1947 κυκλοφόρησε το βιβλίο “Εκτελεσθέντες επί Κατοχής” γνωστοποιώντας τα ονόματα οικογενειών που πλήγηκαν από τους κατακτητές, προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν. Συνέχισε την ανθρωπιστική της δράση και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ως μέλος του Κέντρου Βοήθειας του Παιδιού, του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών, της Φανέλας του Στρατιώτη, της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας. Την περίοδο 1950-1951 αγωνίστηκε υπέρ του δικαιώματος ψήφου των Ελληνίδων και το 1966 πήρε μέρος στην Έκτη Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών. Τιμήθηκε για τη δράση της με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, το Χρυσό Σταυρό της Εποποιίας (1960), το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Αξίας (1979, Γαλλία – Σενεγάλη). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1965 με την έκδοση του ημερολογιακού κειμένου “Φύλλα κατοχής”. Ακολούθησε η έκδοση της ποιητικής συλλογής της “Λόγια της σιωπής” (1968) και οχτώ ακόμη συλλογές ως το 1973 που εξέδωσε το βιογραφικό πεζό “Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης”, που τιμήθηκε με το Α’ κρατικό βραβείο βιογραφίας. Ολοκλήρωσε επίσης ταξιδιωτικά κείμενα και ιστορικές μονογραφίες. Τιμήθηκε επίσης με το χρυσό μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας (1976), το βραβείο ποίησης Α. Ντε Βινιύ (1978), το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Ποίησης Sicilia (1980) και το βραβείο Gramatikakis – Neuman της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών για το σύνολο του έργου της. Έργα της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά. Το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2000, σε ηλικία 91 ετών.

 Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ιωάννας Τσάτσου βλ. χ.σ., “Τσάτσου Ιωάννα”, στο “Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό”, τ. 9β, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988.(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
 width=  width=

Σήμερα χρονιάρα μέρα κύμα αληθινής ελπίδας πλημμυρίζει το σπίτι. Όλα τα μεγάλα, τ΄ αποφασιστικά ξεκινούν από τον ουρανό για να ‘ρθουν σε εμάς. Περνάνε και χάνονται’ μα το θαυμάσιο το νοιώθουμε, θα σταθεί κατευθείαν στην καρδιά μας.

«Και του χρόνου ελεύθεροι», λέμε ο ένας στον άλλο’ και το πιστεύομε.

Πάνω στο πιάτο μου, στο τραπέζι, βρήκα μια κάρτα της Δέσποινας και της Ντόρας. Η ζωγραφιά της είναι ένα καράβι με ελληνικές σημαίες μέσα στο πέλαγος. Και από κάτω: «Θα ζήσωμε και θα το σημαιοστολίσωμε».

Από το βιβλίο Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου, εκδ. Εστίας, σ. 141

http://www.panoramio.com/photo/18005128

Related Articles