Με τον όρο εμπορία ανθρώπων εννοείται η διακίνηση και το εμπόριο των ανθρώπων συνήθως με σκοπό την σεξουαλική δουλεία, την καταναγκαστική εργασία ή την σεξουαλική εκμετάλλευση για τον διακινητή ή άλλους. Στην εμπορία ανθρώπων περιλαμβάνεται η παροχή συζύγου, στο πλαίσιο των αναγκαστικών γάμων, η εξαγωγή και εμπορία οργάνων ή ιστών, μεταξύ άλλων η παρένθετη μητρότητα και η υστερεκτομή. Η εμπορία ανθρώπων μπορεί να συμβεί μέσα στα γεωγραφικά όρια μιας χώρας ή σε διεθνές επίπεδο. Είναι ένα έγκλημα κατά προσώπου εξαιτίας της παραβίασης των δικαιωμάτων του θύματος της διακίνησης μέσω εξαναγκασμού και εξαιτίας της εμπορικής του εκμετάλλευσης. Η εμπορία ανθρώπων δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την διακίνηση του ατόμου από τον ένα τόπο σε κάποιον άλλο.
Η εμπορία ανθρώπων παρήγαγε κατ’ εκτίμηση $ 7 δις έως $ 9.5 δισεκατομμύρια παράνομο κεφάλαιο ετησίως από το 2004 και θεωρείται μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες δραστηριότητες διακρατικών εγκληματικών οργανώσεων.
Οι άνθρωποι που παγιδεύονται στον κόσμο της δουλείας δεν ανήκουν σε κάποια ειδική κατηγορία, ούτε παρουσιάζουν ένα συγκεκριμένο «προφίλ». Είναι άνθρωποι από διάφορες εθνικότητες, φυλές και κοινωνικές προελεύσεις με υψηλό ή χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ενήλικες ή παιδιά νόμιμα ή παράνομα διαμένοντες. Έχουν όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό: βρίσκονται σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση.
Πολιτική αστάθεια λόγω πολέμου, ακραία φτώχεια , έλλειψη εκπαιδευτικών ευκαιριών, βία ή παραμέληση από την οικογένεια.
Το άμεσο περιβάλλον τους δεν τους παρέχει κάποια ελπίδα για το μέλλον, ούτε κάποια δυνατότητα για βελτίωση της ζωής τους. Αυτοί είναι κάποιοι παράγοντες που ωθούν τα θύματα να αναζητήσουν «μια καλύτερη ζωή».
Η εμπορία ανθρώπων έχει καταδικαστεί ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις διεθνείς συμβάσεις. Επιπλέον, αποτελεί αντικείμενο οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.