Το οργανωμένο έγκλημα, όπως είναι γνωστό, έχει αποκτήσει παγκόσμιο χαρακτήρα και είναι μια από τις σοβαρότερες απειλές που εδώ και δεκαετίες απασχολεί τις κοινωνίες όλου του κόσμου.
Οι κίνδυνοι που πηγάζουν από το εγκληματικό αυτό φαινόμενο δεν περιορίζονται σε επί μέρους κοινωνικά αγαθά, αλλά επεκτείνονται σε ολόκληρα κοινωνικά υποσυστήματα. Ιδιαίτερα ευπαθείς είναι ο δημόσιος τομέας με την ευρύτερη έννοια του όρου, τον οποίο απειλεί η διαφθορά, και η οικονομία, η οποία τείνει να διαβρωθεί από το βρώμικο χρήμα.
Οργανωμένες εγκληματικές ομάδες δρουν σε περισσότερες από μία χώρες ταυτόχρονα, αποκτώντας έτσι μια διεθνοποίηση, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σημαντικές δυσκολίες στην αποτελεσματική και καθολική αντιμετώπιση του.
Έκτος όμως από το γεγονός της διεθνοποίησης των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, που αποτελεί και αυτό ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα, υπάρχει και ένα άλλο εξίσου σημαντικό γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την αντιμετώπιση τους. Το γεγονός αυτό είναι ο εκσυγχρονισμός του τρόπου και των μεθόδων δράσης που χρησιμοποιούν.
Είναι γνωστό ότι οι οργανωμένες αυτές εγκληματικές ομάδες, προκειμένου να επιτύχουν τους σκοπούς τους, δεν διστάζουν να διεισδύσουν ακόμα και στον κρατικό μηχανισμό των Χωρών, διαφθείροντας πρόσωπα και καταστάσεις.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι εγκληματικές ομάδες είναι άρτια δομημένες και εμφανίζουν στην οργανωτική δομή τους κάποια ιεραρχία:
· Υπάρχουν αρχηγικά και απλά μέλη.
· Υπάρχουν ηγετικά μέλη τα οποία είναι επιφορτισμένα με την επιτήρηση και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της ομάδας, εκτός των συνόρων της χώρας ίδρυσής της.
· Υπάρχουν εξειδικευμένα μέλη για την διεκπεραίωση ειδικών και επικίνδυνων αποστολών.
· Υπάρχουν περισσότερες από μία χώρες που χρησιμοποιούνται ως βάσεις (έδρες) της ομάδας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα προαναφέρθηκαν, γίνεται αντιληπτό ότι η αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και μάλιστα των οργανωμένων ομάδων που έχουν διεθνοποιηθεί, δεν είναι ένα απλό και εύκολο ζήτημα, αλλά απαιτούνται ιδιαίτεροι χειρισμοί, σωστή οργάνωση, μακροχρόνιες και επίπονες προσπάθειες, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Όλες οι ερευνητικές προσπάθειες πρέπει να κατευθύνονται και να χρησιμοποιούνται εναντίον των ίδιων των εγκληματικών οργανώσεων, με στόχο τη διάλυση τους, παρά εναντίον συγκεκριμένων προσώπων (συνήθως χαμηλόβαθμων στην ιεραρχία της ομάδας, που χρησιμοποιούνται σκόπιμα απ’ αυτήν για τέτοιους σκοπούς ) ή παραβάσεων, διότι αφ’ ενός τα πρόσωπα αντικαθίστανται, χωρίς να επηρεάζεται η οργανωτική δομή και αφ’ ετέρου, μια εγκληματική οργάνωση επιδίδεται σε ένα ευρύ φάσμα εγκληματικής δραστηριότητας.
Το οργανωμένο έγκλημα στις πιο επικίνδυνες μορφές του λειτουργεί σαν μια οικονομική επιχείρηση, με βασικό στόχο την απόκτηση περιουσιακών ωφελημάτων από την εγκληματική δράση που αναπτύσσεται.
Για την αντιμετώπιση αυτού του είδους της δράσης τού οργανωμένου εγκλήματος, η επιχειρησιακή αντιμετώπιση πρέπει να στοχεύει, στην εξιχνίαση και εξάρθρωση των επιχειρηματικής φύσης δομών του. Με τον τρόπο αυτό η δραστηριότητα του θα καταστεί ακριβότερη από τα αναμενόμενα κέρδη του και επομένως θα αποβεί αντιοικονομική για τους εμπλεκόμενους σ’ αυτό.
Έννοια:
Ο εννοιολογικός προσδιορισμός του οργανωμένου εγκλήματος είναι συνυφασμένος με τις συνήθεις, μεγαλύτερες ή μικρότερες αναλογικώς δυσχέρειες, που αντιμετωπίζει κάποιος κάθε φορά που προσπαθεί να περιγράψει μια αφηρημένη έννοια για να της δώσει ένα συγκεκριμένο και σαφές περιεχόμενο και με τον τρόπο αυτό να την εντάξει στον κώδικα της καθημερινής γλωσσικής μας επικοινωνίας.
Ενώ στις ΗΠΑ ο όρος «οργανωμένο έγκλημα» αποτελεί συνώνυμο όλων των μορφών εγκλημάτων σχετικών τόσο με τη δραστηριότητα συνδικάτων ( Syndicates ) και κοινοπραξιών ( Cartel ), όσο και με παράνομες συμφωνίες και συνεννοήσεις μεταξύ νομίμων εταιρειών, στην Ευρώπη χρησιμοποιείται η λέξη «οργανωμένο», ως επιθετικός προσδιορισμός, προβάλλοντας κυρίως τη σημασία του τρόπου τέλεσης του εγκλήματος.
Ορισμός:
Ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος, λόγω της ιδιαιτερότητας και της πολυπλοκότητας που παρουσιάζει η εγκληματική αυτή δραστηριότητα, αποτέλεσε και αποτελεί σημείο διαφωνιών σε όλα τα διεθνή fora . Όμως παρά τις κατά καιρούς εννοιολογικές διακυμάνσεις, ως οργανωμένο έγκλημα θεωρείται «η οργάνωση προσώπων που έχει σαν σκοπό την άσκηση εγκληματικής δραστηριότητας σε διαρκή βάση, προκειμένου να αποκομίσει οικονομικά οφέλη και να ελέγξει εθνικές και διεθνείς καταστάσεις».
Η INTERPOL , υιοθέτησε με απόφασή της το 1998, στα πλαίσια του πρώτου συμποσίου για το οργανωμένο έγκλημα που έγινε στη Λυών της Γαλλίας τον ακόλουθο ορισμό: «Οργανωμένο έγκλημα είναι κάθε επιχείρηση ή ομάδα ατόμων που εμπλέκεται σε διαρκή παράνομη δραστηριότητα, η οποία έχει ως πρωταρχικό σκοπό την απόκτηση κερδών ανεξάρτητα από τα εθνικά σύνορα».
Στη Γερμανία από εκπροσώπους της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης διαμορφώθηκε ο ακόλουθος ορισμός: «Οργανωμένο έγκλημα είναι η βασιζόμενη στην επιδίωξη κερδών και δύναμης προσχεδιασμένη διάπραξη εγκληματικών πράξεων, από τις οποίες κάθε μία ή στο σύνολό τους είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας, εφόσον διαπράττονται από περισσότερους των δύο δραστών, οι οποίοι έχοντας κατανείμει μεταξύ τους, τους σχετικούς εγκληματικούς ρόλους συνεργάζονται προς διεκπεραίωση τους σχεδίου τους για μεγάλο ή αόριστο χρονικό διάστημα, είτε χρησιμοποιώντας επαγγελματικές ή επιχειρηματικές δομές, είτε εφαρμόζοντας βία ή άλλα κατάλληλα προς εκφοβισμό μέσα, είτε ενεργώντας μέσω επιρροών που ασκούν στην πολιτική, στα Μ.Μ.Ε, στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη ή στην οικονομία».
Χαρακτηριστικά του Οργανωμένου Εγκλήματος:
Ο όρος «οργανωμένο έγκλημα» περιλαμβάνει ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων, αγορών, εμπλεκομένων ατόμων, διαπραττομένων εγκλημάτων, επιπέδων οργάνωσης, μέσων και μορφών διάπραξης και άλλων πτυχών.
Αυτό καθιστά δύσκολη αν όχι αδύνατη την ύπαρξη ενός κοινά παραδεκτού ορισμού για το οργανωμένο έγκλημα ο οποίος θα μπορεί να καλύπτει όλες του τις εκδηλώσεις.
Οι κυριότερες θέσεις διεθνών οργανισμών για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού είναι:
α. Ευρωπαϊκή Ένωση
Στα πλαίσια της Ε.Ε. προσδιορίσθηκαν τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι εθνικές αρχές για να εξετάσουν μία παράνομη δράση ως μορφή οργανωμένου εγκλήματος (έγγραφο 6204/2/97 ENFOPOL 35 REV 2 Συμβουλίου Ε.Ε.).
Μετά από πολλές συζητήσεις συμφωνήθηκε από τις χώρες μέλη ότι για να εντάξουν μία εγκληματική πράξη στο οργανωμένο έγκλημα θα πρέπει να συντρέχουν έξι τουλάχιστον από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων να συνυπάρχουν οπωσδήποτε τα αναφερόμενα στα σημεία 1, 3, 5 & 11:
1.-Συνεργασία μεταξύ περισσοτέρων των δύο προσώπων.
2.-Καταμερισμός καθηκόντων.
3.-Μεγάλη ή απροσδιόριστη χρονική διάρκεια.
4.-Κάποια μορφή πειθαρχίας (οι δραστηριότητες της οργάνωσης να υλοποιούνται σύμφωνα με ένα καθορισμένο σύνολο κανόνων).
5.-Υπόνοιες διάπραξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων.
6.-Διεθνής δράση (οι δραστηριότητες της οργάνωσης να καλύπτουν περισσότερες από μία χώρες).
7. –Χρήση βίας ή άλλων μορφών εκφοβισμού (η χρήση βίας ή εκφοβισμού αποτελούν μέρος των συνηθισμένων μεθόδων δράσης της οργάνωσης).
8.-Χρήση εμπορικών ή επιχειρησιακών δομών (για να ελέγχει τα κέρδη της).
9.-Εμπλοκή σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος).
10.-Άσκηση επιρροής στους τομείς της πολιτικής, των Μ.Μ.Ε, της Δημόσιας Διοίκησης, των δικαστικών Αρχών ή της οικονομίας.
11.-Επιδίωξη κέρδους και/ή ισχύος ως βασικός στόχος.
β. Πολιτική Διακήρυξη της Νάπολης
Στην Πολιτική Διακήρυξη της Νάπολης και στο Παγκόσμιο Σχέδιο Δράσης για το οργανωμένο έγκλημα καταγράφονται έξι χαρακτηριστικά του:
i. Ομάδα οργανωμένη για τη διάπραξη εγκλήματος.
ii. Ιεραρχικές διασυνδέσεις ή προσωπικές σχέσεις που επιτρέπουν στους αρχηγούς να ελέγχουν την ομάδα.
iii. Βία, εκφοβισμός και διαφθορά χρησιμοποιούνται ως μέσα για την προσπόριση κερδών ή τον έλεγχο περιοχών και αγορών.
iv. Ξέπλυμα των παράνομων εσόδων για περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα και για διείσδυση στη νόμιμη οικονομία.
v. Δυνατότητα επέκτασης σε νέες δραστηριότητες που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα.
vi. Συνεργασία με άλλες ομάδες υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός από τα παραπάνω στοιχεία που συγκεντρώνει μια εγκληματική ομάδα και ισχυρότερη η παρουσία τους, τόσο περισσότερο ικανοποιούνται τα κριτήρια για την υπαγωγή της στο οργανωμένο έγκλημα.
γ. Ηνωμένα Έθνη
Στο άρθρο 2 της Σύμβασης των Η.Ε. κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, την οποία υπέγραψαν τα 121 από τα 148 μέλη του ΟΗΕ το Δεκέμβριο του 2000 στο Παλέρμο της Σικελίας, περιλαμβάνεται η έννοια της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας, σύμφωνα με την οποία: «οργανωμένη εγκληματική ομάδα» σημαίνει μια δομημένη ομάδα τριών ή περισσότερων προσώπων που υφίσταται για κάποια χρονικό περίοδο και ενεργεί από κοινού με σκοπό να τελέσει ένα ή περισσότερα σοβαρά εγκλήματα ή αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, έτσι ώστε να προσπορισθεί, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος είναι:
I. Η ύπαρξη δομημένης ομάδας τριών ή περισσότερων προσώπων
Ο όρος «δομημένη ομάδα» σημαίνει μια ομάδα που δεν σχηματίζεται τυχαία για την άμεση τέλεση αδικήματος και που δεν χρειάζεται να έχει επίσημα ορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια της ιδιότητας των μελών της ή αναπτυγμένη δομή
II. Η διάρκεια της δομημένης ομάδας
Η ύπαρξη της ομάδας για κάποιο χρονική περίοδο και όχι στιγμιαία
III. Η από κοινού δράση με σκοπό την τέλεση ενός ή περισσοτέρων σοβαρά εγκλημάτων
Ο όρος «σοβαρό έγκλημα» σημαίνει συμπεριφορά που αποτελεί αδίκημα που τιμωρείται με μέγιστη στέρηση της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή με πιο σοβαρή ποινή.
IV. Ο άμεσος ή έμμεσος προσπορισμός οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους
Στο άρθρο 3 της σύμβασης προσδιορίζεται πότε ένα αδίκημα που αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα είναι διεθνικής φύσης .
Ένα αδίκημα είναι διεθνικής φύσης αν:
Ø τελείται σε περισσότερα του ενός κράτη
Ø τελείται σε ένα κράτος αλλά σημαντικό τμήμα της προετοιμασίας, του σχεδιασμού, της καθοδήγησης ή του ελέγχου λαμβάνει χώρα σε άλλο κράτος
Ø τελείται σε ένα κράτος αλλά αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα που συμμετέχει σε εγκληματικές δραστηριότητες σε περισσότερα του ενός κράτη, ή
Ø τελείται σε ένα κράτος αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις σε άλλο κράτος.
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (Υ.Α.Ο.Ε.)
Στα πλαίσια των προσπαθειών για την αντιμετώπιση του Οργανωμένου Εγκλήματος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο αλλά και για την εναρμόνιση της χώρας μας στις κοινές ενέργειες των διεθνών οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδρύθηκε το έτος 2001, με το Π.Δ. 1/01 (ΦΕΚ 1 Α΄/ 10-1-2001) «Αναδιάρθρωση, κ.λπ. Υπηρεσιών Γ.Α.Δ.Α.» η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος (ΥΑΟΕ), η οποία υπάγεται στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής.
Η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος.
Η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος διαρθρώνεται στα ακόλουθα τμήματα :
α. Στο Τμήμα 1ο Διαχείρισης Πληροφοριών και Στρατηγικής, το οποίο είναι αρμόδιο για:
Ø Τη συγκέντρωση, επεξεργασία, σύνθεση, ανάλυση και αξιολόγηση του πληροφοριακού υλικού, που αφορά το οργανωμένο έγκλημα. Προς τούτο συνεργάζεται με τη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας/ΑΕΑ.
Ø Την εγκληματολογική και επιχειρησιακή στρατηγική ανάλυση των υφισταμένων πληροφοριακών δεδομένων και στοιχείων.
Ø Την εισήγηση λειτουργικού, τακτικού και στρατηγικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και την κατάρτιση μνημονίων και σχεδίων ενεργειών των Υπηρεσιών Ασφαλείας.
Ø Τη γραμματειακή εξυπηρέτηση της Υποδιεύθυνσης και το χειρισμό θεμάτων τεχνικής υποστήριξης αυτής,
β. Στο Τμήμα 2ο Εξακριβώσεων και Τεκμηρίωσης Πληροφοριών, το οποίο είναι αρμόδιο για:
Ø Την έρευνα καταγγελιών, την επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των πληροφοριών και την εξακρίβωση στοιχείων που αφορούν το οργανωμένο έγκλημα. Προς τούτο συνεργάζεται με τις άλλες διωκτικές αρχές.
Ø Τη διαβίβαση στις λοιπές Υποδιευθύνσεις Ασφαλείας πληροφοριών και στοιχείων, που μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξιχνίαση υποθέσεων αρμοδιότητας τους και την παροχή συνδρομής στις Υπηρεσίες που επιλαμβάνονται της διερεύνησης τέτοιων εγκλημάτων.
γ. Στο Τμήμα 3ο Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων το οποίο είναι αρμόδιο για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της πορνογραφίας ανηλίκων και γενικότερα της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, καθώς και για την παροχή άμεσης προστασίας και αρωγής των θυμάτων των πράξεων αυτών.
δ. Στο Τμήμα 4ο Φύλαξης Μαρτύρων το οποίο είναι αρμόδιο για τη φύλαξη των ουσιωδών μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187 Α του Π. Κ. βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων ή και των οικείων τους, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 .
(τα γ και δ προστ. με παρ. 3 άρθρου 39 Π.Δ. 48/2006 ΦΕΚ Α-50 13-3-2006)
Αντίστοιχη Υποδιεύθυνση με τον ίδιο τίτλο, την ίδια διάθρωση και αρμοδιότητες ιδρύθηκε και λειτουργεί στη Διεύθυνση Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, με το άρθρο 12 Π.Δ. 48/2006 (ΦΕΚ Α-50 13-3-2006)
φωτογραφία: gijn.org