Ληστεία – Το αδίκημα στο ελληνικό ποινικό δίκαιο

Ληστεία – Το αδίκημα στο ελληνικό ποινικό δίκαιο

Το αδίκημα της ληστείας στο ελληνικό ποινικό δίκαιο ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα. Η διάταξη προστατεύει κυρίως το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, αλλά και την προσωπική ελευθερία δευτερευόντως, καθώς αφενός τιμωρεί την αφαίρεση/παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, αφετέρου την παράνομη βία.

Πρόκειται περί κοινού, σύνθετου (λόγω σύνθεσης των αδικημάτων της κλοπής και της παράνομης βίας), υπαλλακτικώς μικτού αδικήματος ως προς τις μορφές τέλεσής του (καθώς η εναλλαγή των μορφών ληστείας – ληστεία με τη στενή έννοια του όρου, ληστρική κλοπή, ή ληστρική εκβίαση – δε συνιστά περισσότερες, αλλά μόνο μία ληστεία, όταν εκδηλώνονται στο ίδιο πλαίσιο, χρονικά και τοπικά, της ίδιας συμπεριφοράς). Επιπλέον, είναι αδίκημα βλάβης, αποτελέσματος (για να τιμωρηθεί η πράξη ως ληστεία πρέπει να επέλθει το αποτέλεσμα προσβολής της ιδιοκτησίας), αλλά και εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο, καθώς στη δεύτερη παράγραφο ρυθμίζεται η περίπτωση που επέλθει θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη του θύματος, ενώ είναι επίσης κακούργημα.

Το άρθρο 380 περιλαμβάνει πέντε διαφορετικά είδη ληστείας. Η πρώτη παράγραφος ρυθμίζει τη ληστεία με τη στενή έννοια («σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής») και τη ληστρική εκβίαση («ή τον εξαναγκάζει…»). Η δεύτερη παράγραφος διακρίνει μεταξύ της ληστείας που έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ή τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος, και της ληστείας που εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου. Τέλος, στην τρίτη παράγραφο τυποποιείται το αδίκημα της ληστρικής κλοπής.

Το αντικείμενο του αδικήματος της ληστείας είναι διπλό. Πλήττεται, αρχικά, το πρόσωπο εναντίον του οποίου ασκείται παράνομη βία, καθώς επίσης και το πράγμα που του ανήκει, το οποίο αποτελεί το υλικό αντικείμενο της κλοπής. Σχετικά με την πρώτη μορφή ληστείας, τη ληστεία με τη στενή έννοια (380 παρ. 1 εδ. α΄), ο όρος «σωματική βία» περιλαμβάνει τον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, μέσω ενέργειας που επιδρά άμεσα στο θύμα, η οποία είναι πρόσφορη να υπερνικήσει την αντίσταση του θύματος. Η αντίσταση του θύματος εκδηλώνεται από το υλικό στοιχείο, δηλαδή την αντίθετη σωματική λειτουργία του κατά την εις βάρος του άσκηση παράνομης βίας, και από το ψυχολογικό στοιχείο, την αντίθετη βούλησή του. Σε αυτή τη μορφή ληστείας, μόνο η ψυχολογική επιρροή του δράστη στο θύμα και η αντίστοιχη μεταβολή της βούλησης του τελευταίου, δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετήσει παράνομη βία. Απαιτείται εξαναγκασμός του θύματος σε υλική συμπεριφορά, κατεξοχήν σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή.

Η ληστρική εκβίαση (380 παρ. 1 εδ. β΄) διαφοροποιείται από την προηγούμενη μορφή ληστείας, καθώς το θύμα εξαναγκάζεται να παραδώσει το πράγμα στο δράστη για να το ιδιοποιηθεί ο τελευταίος παράνομα, συνεπώς απουσιάζει το στοιχείο της αφαίρεσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι κριτήριο για την τέλεση της ληστρικής εκβίασης είναι το εάν η παράδοση του πράγματος από το θύμα συνιστά κατάλυση της κατοχής και όχι μεταβίβαση. Εάν, δηλαδή, το θύμα δε διαθέτει βούληση μεταβίβασης του πράγματος, καθώς γνωρίζει ή πιστεύει ότι δεν έχει περιθώρια άλλης επιλογής, τότε η παράδοση του πράγματος θεωρείται ως αφαίρεση κατ’ έμμεση αυτουργία, συνεπώς πρόκειται περί ληστρικής εκβίασης. Επίσης, σε περίπτωση που το θύμα αποφασίσει να παραδώσει το πράγμα λόγω του εξαναγκασμού του από το δράστη και από τη γενική αξιολόγηση της περίστασης, τότε η κατάλυση της σφαίρας κατοχής προκαλείται από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, οπότε και πάλι τελείται ληστρική εκβίαση και όχι ληστεία με τη στενή έννοια.

Σχετικά με την υποκειμενική υπόσταση για τις δύο προαναφερθείσες μορφές ληστείας, απαιτείται τουλάχιστον ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή γνώση και θέληση των δύο επιμέρους στοιχείων (α. σωματική βία ή απειλή και αφαίρεση πράγματος για τη ληστεία με τη στενή έννοια, β. σωματική βία ή απειλή και εξαναγκασμός σε παράδοση του πράγματος για τη ληστρική εκβίαση) των δύο αδικημάτων. Απαιτείται, επίσης, τουλάχιστον ενδεχόμενος δόλος του δράστη για να λάβουν χώρα τα πραγματικά περιστατικά που δημιουργούν το στοιχείο της παράνομης ιδιοποίησης του πράγματος.

Η απόπειρα των δύο αυτών μορφών ληστείας λαμβάνει χώρα όταν τελείται αρχή εκτέλεσης παράνομης βίας, είτε δηλαδή έναρξη της απειλής είτε της παράνομης βίας, δίχως όμως να ολοκληρωθεί η αφαίρεση του κινητού πράγματος. Η χρήση απρόσφορου μέσου για την τέλεση της ληστείας (ψεύτικο όπλο) δεν καθιστά την απόπειρα του αδικήματος απρόσφορη, είτε το θύμα αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει πραγματική απειλή είτε όχι. Αντίθετη άποψη για αυτό το ζήτημα έχει εκφράσει ο Μανωλεδάκης.

Σχετικά με τη ληστεία ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου αδικήματος (άρθρο 380 παρ. 2), απαιτούμενο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης είναι είτε να επέλθει θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη του θύματος, ή να εκτελεστεί με ιδιαίτερη σκληρότητα. Κατά τα άλλα, πέρα από αυτό το αποτέλεσμα που επιβαρύνει την πράξη της ληστείας, η οποία τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, το αδίκημα μπορεί να τελεστεί με έναν από τους τρόπους που σημειώθηκαν προηγουμένως. Για την υποκειμενική υπόσταση ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν, ενώ ο δόλος (τουλάχιστον ενδεχόμενος) αφορά μόνο στο βασικό έγκλημα, όχι το αποτέλεσμα του θανάτου ή τη βαριά σωματική βλάβη. Όπως δέχεται και η νομολογία, το βαρύτερο αποτέλεσμα πρέπει να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη. Όταν ο τελευταίος επιδιώκει το θάνατο ή τη βαριάς σωματική βλάβη του θύματος, τότε το αδίκημα της ληστείας συντρέχει με ανθρωποκτονία από πρόθεση ή με βαριά σωματική βλάβη από πρόθεση, σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή. Όσον αφορά στη ληστεία που τελέστηκε με «ιδιαίτερη σκληρότητα», διατυπώνεται, θεωρητικά, η άποψη ότι το στοιχείο της σκληρότητας σχετίζεται με την ψυχική συμπεριφορά του δράστη, συνεπώς εδραιώνει επαυξημένο ουσιαστικό ποινικό άδικο της πράξης, ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου.

Η ληστρική κλοπή (380 παρ. 3) τελείται όταν η παράνομη βία (ή οι απειλές που συνοδεύονται με άμεσο κίνδυνο ζωής ή σώματος) λαμβάνει χώρα μετά την κατοχή του ξένου πράγματος από το δράστη, με σκοπό να διατηρήσει το κλοπιμαίο. Η παράνομη βία είναι το μέσο, κατά αντικειμενική άποψη, το οποίο εξυπηρετεί τη διατήρηση του κλοπιμαίου. Ο νόμος χρησιμοποιεί τη φράση «επ’ αυτοφώρω» ούτως ώστε να αναδείξει τη σχέση χρονικής και τοπικής συνάφειας μεταξύ της κλοπής και της παράνομης βίας. Όπως υποστηρίζεται και από τη θεωρία, μόνο η στενή χρονική και τοπική συνάφεια των δύο επιμέρους πράξεων (πράξη κλοπής και παράνομης βίας) είναι ικανή να οδηγήσει στην τέλεση ληστρικής κλοπής. Η έννοια του αυτοφώρου, επίσης, δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με εκείνην του άρθρου 242 ΚΠΔ, καθώς η ληστρική κλοπή απαιτεί εγγύτητα μεταξύ των δύο πράξεων που τη στοιχειοθετούν, σε αντίθεση με τη δικονομική ερμηνεία του αυτοφώρου, κατά την οποία ο δράστης μπορεί να συλληφθεί έως και το τέλος της επόμενης ημέρας.

Απόπειρα ληστρικής κλοπής νοείται μόνο σε περίπτωση που ο δράστης γίνει κατανοητός ότι προσπαθεί να κλέψει το πράγμα, και ενώ το έχει αφαιρέσει, όντας έτοιμος να ασκήσει βία, παρεμποδίζεται. Στην περίπτωση που μετά την κλοπή, ο δράστης απειλήσει το θύμα, εάν η απειλή δε γίνει γνωστή ή αποδεκτή από τον τελευταίο, και πάλι υπάρχει απόπειρα. Περίπτωση απρόσφορης απόπειρας υπάρχει όταν ο δράστης ενεργεί σε δικό του πράγμα, θεωρώντας ότι ανήκει σε κάποιον άλλο, και χρησιμοποιεί βία ή απειλές για να το διατηρήσει.

kreki.gr

Σχετικά Άρθρα