Παραβατική συμπεριφορά ανηλίκων

Παραβατική συμπεριφορά ανηλίκων

Ανήλικος/η παραβάτης είναι εκείνος/η που έχει την οριζόμενη στον νόμο ηλικία και συγκρούεται με το νόμο. Ως παραβατικότητα ανηλίκων, σε διεθνές επίπεδο, ορίζεται η «συμμετοχή ενός ανήλικου, κατά κανόνα μεταξύ 10 και 17 ετών (να σημειωθεί όμως ότι το νομικό σύστημα κάθε χώρας θέτει τα δικά του ηλικιακά όρια) σε έκνομες συμπεριφορές ή δραστηριότητες»[1]. Η παραβατικότητα ανηλίκων δεν εντοπίζεται μόνο στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά οι ρίζες του φαινομένου είναι βαθιές, δεδομένου ότι έγκλημα και κοινωνία είναι έννοιες συνυφασμένες μεταξύ τους.

Ως προς την ποινική μεταχείριση του ανήλικου, αυτή διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των ενήλικων. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, περισσότερο δε τον 20ό αιώνα, υπό την επίδραση των σημαντικών ιδεών των επιστημών συμπεριφοράς και κυρίως της εξελικτικής ψυχολογίας, επικράτησε η ιδέα ότι τα παιδιά διαφέρουν θεμελιακά από τους ενήλικους και ως εκ τούτου πρέπει να έχουν ανάλογη μεταχείριση. Ο ανήλικος δεν θεωρείται πλέον μικρογραφία του ενήλικου και κρίνεται ότι έχει ανάγκη από ιδιαίτερη μεταχείριση από τον νομοθέτη και τον δικαστή. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκαν εναλλακτικές ποινικοσωφρονιστικές δυνατότητες, άσυλα και ορφανοτροφεία για παιδιά, ενώ θεσπίστηκε η υπαγωγή των ανήλικων δραστών σε ειδικό δικονομικό καθεστώς μεταχείρισης. Αποτέλεσμα αυτών των νέων ιδεολογικών τάσεων ήταν και η ίδρυση του πρώτου παγκοσμίως δικαστηρίου ανηλίκων, του «Chicago Juvenile Court» το 1899 στο Ιλινόι των ΗΠΑ[2].

Ως προς τον ορισμό του «ανήλικου παραβάτη» στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα και στο Δίκαιο Ανηλίκων, να αναφέρουμε κατ’ αρχάς ότι η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού ορίζει ως παιδιά «όλα τα ανθρωπινά όντα με ηλικία μικρότερη των δεκαοκτώ ετών, εφόσον αυτά είναι ανήλικα κατά το εθνικό δίκαιο». Σύμφωνα με τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, ανήλικοι νοούνται αυτοί που κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης έχουν ηλικία μεταξύ του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων (άρθρο 121 ΠΚ)[3]. Οι ανήλικοι δράστες αξιόποινων πράξεων υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό. Γενικά για να θεωρηθεί ο ανήλικος ως «παραβάτης» θα πρέπει να έχει προβεί σε ενέργειες ή παραλείψεις, που αποτελούν «νομική παράβαση και συνεπάγονται σύλληψη και προσαγωγή του στο Δικαστήριο Ανηλίκων».

Είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί στο σημείο αυτό ότι το Δίκαιο Ανηλίκων διαφοροποιείται από το κυρίως ποινικό δίκαιο σε δύο βασικά σημεία. Πρώτον, στη διαφορετική στοχοθεσία, δεδομένου ότι στην περίπτωση των ανήλικων αποβλέπει πρωτίστως στη διαπαιδαγώγησή τους και στην αποτροπή τέλεσης εκ μέρους τους νέων αδικημάτων και όχι στην τιμώρησή τους ή την ανταπόδοση του διαπραχθέντος αδίκου και δεύτερον, στα χρησιμοποιούμενα μέσα για εκπλήρωση των σκοπών του, τα οποία έχουν πολλές φορές χαρακτήρα μη αμιγώς ποινικό, ιδίως μάλιστα όταν ο ανήλικος δεν έχει ακόμη τελέσει κάποια αξιόποινη πράξη, αλλά παρά ταύτα κρίνεται ότι πρέπει να προστατευθεί εγκαίρως πριν από την όποια ενδεχόμενη παρεκτροπή του[4]. Συνεπώς, διαπιστώνουμε ότι η προσέγγιση ζητημάτων ανηλικότητας στον νόμο και η συνεπακόλουθη «ποινική μεταχείριση ανηλίκων» διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των ενηλίκων.

Ως προς τη χρήση των δύο όρων («εγκληματίας», «παραβάτης») είναι σκόπιμο να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι έχει διεξαχθεί εκτενής συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων στη χώρα μας για την επιλογή του όρου και έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις (με ισχυρά επιχειρήματα η κάθε άποψη) σχετικά με το ποιος όρος είναι ο καταλληλότερος. Δεδομένου ότι η γλώσσα και οι γλωσσικές μας επιλογές έχουν πολύ μεγάλη σημασία, αντιλαμβανόμαστε τη βαρύτητα της συγκεκριμένης επιλογής. Τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της πρόκρισης κάθε όρου παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αλλά δεν θα επεκταθούμε εδώ στην εν λόγω επιχειρηματολογία. Να αναφέρω μόνο ότι οι ζυμώσεις και οι συζητήσεις σχετικά με την προτίμηση του όρου «παραβάτη» αντί του όρου «εγκληματίας» προκειμένου περί ανηλίκων, είχαν αρχίσει ήδη από το 1976. Προτάθηκε τότε από την Ομότιμη, σήμερα, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής, Τομέα Ποινικών Επιστημών, Νομικού Τμήματος, ΕΚΠΑ, κ. Καλλιόπη Σπινέλλη ο όρος «παραβάτης».

 

Προσωπικά επιλέγω τον όρο «παραβάτης» για αρκετούς λόγους, μεταξύ των οποίων ο μη στιγματισμός ανήλικων με την «ετικέτα του εγκληματία». Ωστόσο και στο βιβλίο μου χρησιμοποιώ τον όρο «εγκλήματα» για υποθέσεις κακουργηματικού χαρακτήρα. Αν και ευτυχώς είναι μεμονωμένες στην ελληνική πραγματικότητα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ορισμένες από τις υποθέσεις που αποτελούν αντικείμενο διερεύνησής μας είναι πολύ σοβαρές φθάνοντας στο σημείο να εξισωθούν με την εγκληματικότητα ενηλίκων και αυτό το στοιχείο αναμφίβολα μας προβληματίζει εντόνως.

  1. Ποιες είναι οι πιο συνηθισμένες παραβατικές συμπεριφορές που παρουσιάζουν οι ανήλικοι;

Διαχρονικά, στην παραβατικότητα ανηλίκων, εφηβικής κατά κύριο λόγο ηλικίας, περιλαμβάνονται τρεις μεγάλες κατηγορίες αδικημάτων που είναι οι εξής:

  • Σωματικές βλάβες.
  • Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (κυρίως κλοπές).
  • Παραβάσεις ειδικών ποινικών νόμων.

Πιο συγκεκριμένα, οι υποθέσεις που απασχολούν τα Δικαστήρια Ανηλίκων, στη χώρα μας, μπορούμε να πούμε ότι χωρίζονται σχηματικά σε πλημμεληματικές και κακουργηματικές πράξεις, οι οποίες προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε Ειδικούς Ποινικούς Νόμους. Την πρώτη θέση ανάμεσα στα αδικήματα που διαπράττουν οι ανήλικοι κατέχουν οι κλοπές και οι παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ενώ ακολουθούν οι σωματικές βλάβες, οι παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών (πλημμεληματικού χαρακτήρα), καθώς και της νομοθεσίας περί αλλοδαπών. Έπονται οι ληστείες, οι βιασμοί και οι ανθρωποκτονίες από πρόθεση, στις οποίες εντοπίζεται πολύ μικρή συμμετοχή ανηλίκων.

Ουσιαστικές αρχές που διέπουν το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων είναι οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, με στόχο την επιλογή του κατάλληλου, σκόπιμου και πρόσφορου μέτρου που οδηγεί στην εξατομικευμένη μεταχείριση του ανήλικου, τη διαπαιδαγώγησή του και την αποτροπή της υποτροπής του.

Να τονίσουμε τέλος πως, παρά το γεγονός ότι η έκταση της ένδικης νεανικής παραβατικότητας στην Ελλάδα φαίνεται ότι κινείται στο πλαίσιο της χαμηλής και μεσαίας βαρύτητας, προκαλούν ανησυχία τρία κυρίως σοβαρά στοιχεία: πρώτον, ότι αυξάνονται τα αδικήματα βίας, δεύτερον ότι μειώνεται το όριο ηλικίας κατά το οποίο ξεκινά η εμπλοκή των ανήλικων με τον ποινικό νόμο και τρίτον ότι στον πυρήνα των οικογενειών των ανηλίκων παραβατών συναντώνται πολλαπλά και πολύ σοβαρά προβλήματα -κοινωνικά, οικονομικά, ψυχικής υγείας, χρήσης ουσιών, κατάχρησης αλκοόλ, σύγκρουσης των ίδιων των γονέων με τον ποινικό νόμο, εγκλεισμός ενός ή και των δύο γονέων στη φυλακή αλλά και μη ορατές δυσλειτουργίες που μπορούν να συνοψιστούν στην ελάχιστη έως και παντελή έλλειψη επικοινωνίας γονέων-παιδιών.

  1. Ποιο θα έλεγες πως είναι το προφίλ ενός ανηλίκου που θα έμπαινε σε μια συμμορία; Γιατί να το πράξει; Τι πιστεύει ότι έχει να κερδίσει; Έχουμε κάποια ποσοστά για αγόρια-κορίτσια;

Ξεκινώντας γενικά με το προφίλ του ανήλικου παραβάτη, θα αναφέρουμε τα εξής: στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για αγόρια, ηλικίας κυρίως 14 έως 18 ετών, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Συχνά διαπιστώνεται δυσλειτουργία στο οικογενειακό περιβάλλον. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που συνθέτει το προφίλ των ανήλικων παραβατών αφορά τη σχέση τους με το σχολείο, η οποία δυστυχώς παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Η πλειοψηφία των ανήλικων παραβατών φέρεται να έχει ολοκληρώσει με χαμηλές επιδόσεις τη βασική εκπαίδευση. Ωστόσο, μεγάλο είναι και το ποσοστό εκείνων που την έχουν διακόψει προτού την ολοκληρώσουν. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός ανήλικων εμφανίζει εμπλοκή με εξαρτησιογόνες ουσίες. Σε κάποιο ποσοστό εκδηλώνουν συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχές διαγωγής ή προβλήματα ψυχικής υγείας. Ένα, επίσης, κοινό χαρακτηριστικό των ανήλικων που εκδηλώνουν παραβατικότητα είναι η έλλειψη στόχων, κινήτρων και προσδοκιών  για προσωπική, εκπαιδευτική ή επαγγελματική ανέλιξη, στοιχείο επίσης πολύ σοβαρό που πρέπει να αναδειχθεί. Αναφορικά με την εθνικότητα, σημειώνεται μία σταθερή εμπλοκή ανήλικων Ρομά σε πράξεις κυρίως κλοπών. Επίσης, ενώ στον Πειραιά η συμμετοχή Ελλήνων και αλλοδαπών παραβατών προκύπτει ότι είναι σχεδόν ισοδύναμη και σε κάποιες περιπτώσεις η συμμετοχή των Ελλήνων δραστών είναι υψηλότερη, στο Δικαστήριο Ανηλίκων της Αθήνας η συμμετοχή των αλλοδαπών παραβατών είναι εμφανώς μεγαλύτερη. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται όμως και η μεγαλύτερη ευαλωτότητα του αλλοδαπού πληθυσμού στους μηχανισμούς του τυπικού κοινωνικού ελέγχου, που ίσως είναι εντονότερος στο κέντρο της Αθήνας, όπως εξάλλου μαζικότερη είναι και η συγκέντρωση μεταναστών σε συγκεκριμένες περιοχές της πρωτεύουσας. Ωστόσο, στο γενικό προφίλ των ανήλικων παραβατών, υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις ανήλικων που το αναιρούν, προερχόμενοι από μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, από οικογένειες με καλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο κ.λπ., που μπορεί να φτάσουν στις Υπηρεσίες Ανηλίκων κατηγορούμενοι για κλοπές, χρήση ναρκωτικών, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ή ακόμα για ληστεία ή και βιασμό.

Όσον αφορά ειδικά τις συμμορίες, να τονίσουμε ότι στη χώρα μας η χρήση του όρου «νεανική συμμορία» έχει αποτελέσει πεδίο θεωρητικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων σχετικά με την ύπαρξη της ή μη. Όπως όμως επισημαίνεται, όσο επικίνδυνο είναι να χαρακτηρίζονται αυθαίρετα ως «συμμορίες» νεανικές ομάδες με παρεκκλίνουσα ή αντικοινωνική δράση χωρίς ωστόσο να εμφανίζουν χαρακτηριστικά οργάνωσης, άλλο τόσο επικίνδυνο, για την εξέλιξη του φαινομένου, είναι ομάδες με σαφή στοιχεία οργάνωσης της παραβατικής συμπεριφοράς νέων να χαρακτηρίζονται ως «απλές παρέες».

Ειδικά για τις συμμορίες, θα σας παραπέμψω στα ερευνητικά πορίσματα της πολύ ενδιαφέρουσας διδακτορικής διατριβής της κυρίας Θεανούς Μανουδάκη που είχαμε παρουσιάσει στο πλαίσιο της συνεργασίας, για την ανάδειξη στο ευρύ κοινό ζητημάτων μεγάλου εγκληματολογικού ενδιαφέροντος με κοινωνικές διαστάσεις και προεκτάσεις, με τον Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνη Μαγγανά  Νεανικές συμμορίες – Postmodern σύμφωνα με τα οποία κύριοι άξονες δράσης των νεανικών συμμοριών αποτελούν παραβατικές συμπεριφορές, στόχος των οποίων είναι το υλικό κέρδος και οι συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων ομάδων για την κυριαρχία και επικράτηση σε μία ορισμένη γεωγραφική περιοχή (γειτονία, συνοικία).

Πιο συγκεκριμένα, οι επιθέσεις σε συνομήλικους,  με σκοπό την απόσπαση χρημάτων ή άλλων αντικειμένων (κινητά τηλέφωνα, κοσμήματα κ.λπ.), αποτελούν αφενός μία πηγή υλικού κέρδους, το οποίο ανάλογα με τον βαθμό οργάνωσης της ομάδας θα  παραμείνει στους δράστες της επίθεσης ή μέρος αυτού θα μοιραστεί στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, αλλά και έναν τρόπο επιβολής και ενίσχυσης του επιθυμητού εκ μέρους των δραστών γοήτρου. Παράλληλα σημειώνεται αύξηση του βαθμού βίας,  η οποία εκφράζεται όχι μόνο εκτός ομάδας, σε σχέση με εξωτερικούς προς αυτήν στόχους,  αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας της ομάδας, στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου συστήματος επιβολής  ισορροπιών και πειθαρχίας μεταξύ των μελών.

Επίσης, η χρήση και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών αποτελεί, για τις περισσότερες ομάδες, μία από τις βασικές τους δραστηριότητες. Εξετάζοντας την εσωτερική δομή των ομάδων που μελέτησε στην έρευνά της η κ. Μανουδάκη, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ένας βασικός πυρήνας, 4-5 το πολύ ατόμων που αποτελούν την ηγετική ομάδα.  Η ηγετική αυτή ομάδα σχηματίζεται άτυπα και εδραιώνεται στη συνείδηση των άλλων μελών της λόγω των ατομικών χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων σε αυτή. Τα ηγετικά μέλη απολαμβάνουν τον σεβασμό και συχνά τον φόβο των υπολοίπων  χωρίς όμως  να έχουν προκύψει από τυπικές διαδικασίες επιλογής.

Η ομάδα αυτή είναι υπεύθυνη για την τήρηση των ισορροπιών μεταξύ των μελών και τον συντονισμό των ενεργειών. Δίνει την έγκριση ή απορρίπτει προτάσεις μελών για διάφορες δράσεις, παραβατικές ή μη. Η γνώμη της, αν και δεν είναι δεσμευτική ή απαγορευτική, εντούτοις γίνεται  σχεδόν πάντα σεβαστή. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τα σταθερά μέλη τα οποία και αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας τις διάφορες δράσεις – αποστολές. Η τρίτη ομάδα αποτελείται από τα περιφερειακά μέλη που συμμετέχουν περιστασιακά ή επικουρικά σε σχέση την υπόλοιπη ομάδα και συχνά αποτελούνται από άτομα που επιθυμούν να ενταχτούν σε αυτήν.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρόλος των κοριτσιών στις ομάδες αυτές. Βάσει της παραπάνω έρευνας, τα κορίτσια εντάσσονται, στις νεανικές αυτές συμμορίες, κυρίως ως φίλες ή ως κοπέλες κάποιων μελών και σπάνια ως ισότιμα μέλη. Παραμένουν στην ομάδα ακόμα και αν σταματήσουν να έχουν σχέση με το συγκεκριμένο μέλος. Εξοστρακίζονται όμως με έμμεσο ή άμεσο τρόπο,  αν επιλέξουν να συναναστραφούν με άτομα από διαφορετική ή αντίπαλη ομάδα ή περιοχή. Η προστασία που παρέχουν τα μέλη στα κορίτσια των ομάδων αυτών αποτελεί συχνά αφορμή συγκρούσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων, λόγω της κτητικής συμπεριφοράς που εκφράζουν προς αυτά τα αρσενικά μέλη της ομάδας. Ειδικά για τα κορίτσια όμως, θα ήθελα ολοκληρώνοντας να τονίσω ότι η εξάπλωση της βίας μεταξύ κοριτσιών στη σύγχρονη εποχή είναι ένα στοιχείο που προβληματίζει επιστήμονες και στη χώρα μας, κατά την ανάλυση του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας και των αλλαγών που διαπιστώνονται στη σύγχρονη εποχή.

  1. Διαβάζουμε ότι υπάρχουν κόντρες συμμοριών από διαφορετικές γειτονιές. Αυτή η πάλη των συνοικιών τι προσφέρει στους συμμετέχοντες;

Πάλι βάσει της παραπάνω έρευνας, η σύνδεση των ομάδων αυτών με μία καθορισμένη γεωγραφική περιοχή είναι ιδιαίτερα έντονη. Όχι μόνο στο επίπεδο δράσης, αλλά κυρίως στο επίπεδο συναισθηματικής ταύτισης και αλληλεγγύης που αναπτύσσεται στις συνειδήσεις των μελών της ομάδας.  Έτσι ενώ οι παραβατικές δράσεις με σκοπό το υλικό κέρδος πραγματοποιούνται κυρίως σε γειτονικές ή πιο απομακρυσμένες περιοχές, οι υπόλοιπες δραστηριότητες πραγματοποιούνται εντός των συνόρων της συνοικίας. Το πάρκο ή η πλατεία λαμβάνουν τον συναισθηματικό χώρο της οικογενειακής εστίας.

Η σύνδεση των ομάδων αυτών με την τοπική κοινότητα προκύπτει και από τη οικειοποίηση του ονόματος μίας συγκεκριμένης περιοχής ή τοποθεσίας στο εσωτερικό της κοινότητας, που χρησιμοποιεί η ομάδα για να αυτοπροσδιοριστεί ή της αποδίδουν τρίτοι, ως αναγνώριση της ξεχωριστής κοινωνικής οντότητας.

Με τον ίδιο τρόπο που τμήματα της κοινότητας αντικαθιστούν την οικογενειακή εστία,  η ομάδα καταλαμβάνει τον συναισθηματικό  χώρο της οικογένειας. Ο ανήλικος θα βρει σε αυτήν τον σεβασμό, την αποδοχή, τη συναισθηματική κάλυψη που δεν λαμβάνει από την οικογένεια του και, πολλές φορές, ακόμα και την οικονομική στήριξη. Ο αρχηγός της συμμορίας αντικαθιστά την πατρική φιγούρα του προστάτη των μελών της οικογένειας/ συμμορίας. Εμπνέει σεβασμό αλλά και φόβο. Το συναίσθημα του «ανήκειν» είναι πολύ σημαντικό για κάθε έφηβο, επομένως είναι απαραίτητο η οικογένεια, το σχολείο, η τοπική κοινωνία να καλύπτουν αυτή την ανάγκη του ανήλικου ώστε να μην αναζητά «επιβεβαίωση» και συναισθηματική κάλυψη σε παραβατικές ομάδες.

  1. Είναι δικαιολογημένη η στοχοποίηση (από γονείς, εκπαιδευτικούς, ΜΜΕ, ακόμα και από την αστυνομία) των αλλοδαπών ή μήπως πρόκειται για ρατσιστικό λόγο; Ή ακόμα, μήπως οι περιπτώσεις όπου εμπλέκονται αλλοδαποί παίρνουν μεγαλύτερη έκταση;

Η οποιαδήποτε στοχοποίηση, κατά την άποψή μου, είναι επικίνδυνη. Σε κάθε φαινόμενο που εξετάζουμε και παρουσιάζουμε στα ΜΜΕ δεν πρέπει να στιγματίζονται άτομα, αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να αναδειχθεί η ουσία, να αναζητηθούν τα βαθύτερα αίτια και να προταθούν λύσεις αντιμετώπισης του κάθε προβλήματος.

  1. Μου φαίνεται αδιανόητη, αλλά προφανώς δεν είναι, η επίθεση σε ομήλικους ή μικρότερα παιδιά. Πώς δικαιολογείται αυτή η σκληρότητα που επιδεικνύουν οι παραβάτες;

Το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας είναι πολυπαραγοντικό, επομένως η σκληρότητα που επιδεικνύεται, για να ερμηνευθεί, πρέπει να προσεγγιστεί διεπιστημονικώς και σε κάθε υπόθεση εξετάζονται τα ειδικά χαρακτηριστικά της και παράγοντες τόσο ατομικοί όσο και κοινωνικοί. Αναμφίβολα σε ένα περιβάλλον κρίσης, οικονομικής αλλά και αξιακής, το εγκληματικό φαινόμενο στο σύνολό του επηρεάζεται, ως εκ τούτου και η νεανική παραβατικότητα, η οποία βλέπουμε να αποκτά ένα πιο σκληρό «πρόσωπο». Γι’ αυτό τονίζω ότι αντιμέτωποι, στη σύγχρονη εποχή, με την κρίση αξιών και πλέον και με τη σφοδρή υγειονομική κρίση που επιδρά στον κοινωνικό ιστό (κατ’ επέκταση και στον οικογενειακό ιστό) το βλέμμα μας πρέπει να είναι στραμμένο στη νεολαία μας. Γονείς, εκπαιδευτικοί, αρμόδιοι φορείς, Οργανωμένη Πολιτεία, να ασχοληθούμε με τη νέα, σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι ανήλικοι της εποχής μας και να συμβάλλουμε όλοι μας με τρόπο ουσιαστικό στην επίλυση καίριων ζητημάτων που απασχολούν τη νεολαία μας, με στόχο μία υψηλότερη ποιότητα ζωής για τη νέα γένια.

  1. Θεωρώ σχεδόν δεδομένο ότι οι οικογένειες των παραβατών είναι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο απούσες. Εδώ, λοιπόν, θα αναρωτηθώ: Τι κάνει το σχολείο και τι κάνουν οι κοινωνικές υπηρεσίες.

Ο ρόλος του σχολείου, της τοπικής κοινωνίας και των κοινωνικών υπηρεσιών είναι εξαιρετικά σημαντικός. Αλλά για να μπορέσουν να επιτελέσουν τον ρόλο τους πρέπει να υπάρξουν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, πολύ καλά οργανωμένες και στελεχωμένες κοινωνικές υπηρεσίες, προγράμματα επιμόρφωσης σε εκπαιδευτικούς, πολύ καλά καταρτισμένα από επιστημονικούς φορείς προγράμματα που θα μπορούν να εφαρμοστούν σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας, ενίσχυση της ενημέρωσης, αφύπνισης και ευαισθητοποίησης σε ευρύτατα τμήματα πληθυσμού.

Προσωπικά πιστεύω πολύ στη δύναμη του σχολείου και τονίζω τη σπουδαιότητα να ενισχυθεί ο ρόλος του και να μείνουν τα παιδιά στους κόλπους του σχολείου, να μην εγκαταλείπουν πρώιμα τις σχολικές τους σπουδές. Καταλαβαίνετε όμως ότι ορισμένες ακραίες συμπεριφορές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από την εκπαιδευτική κοινότητα εάν δεν υπάρξει ενημέρωση, συνεχής επιμόρφωση, συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα και τους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας.

Επομένως, υπογραμμίζω την αναγκαιότητα μίας οργανωμένης, συντονισμένης, συστηματικής προσπάθειας που θα μπορούσε να γίνει, μεταξύ άλλων, με καθιέρωση προγραμμάτων στα σχολεία και στη γειτονιά, μέσω των οποίων θα  δίνονται ισχυρά κίνητρα στους ανήλικους για θετικές δράσεις, για αποχή από τη βία και γενικότερα θα παρέχεται η απαραίτητη στήριξη για να αποκτήσουν στόχους και όνειρα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, όπως εξετάσαμε προηγουμένως ότι η έλλειψη στόχων, κινήτρων και προσδοκιών  για προσωπική, εκπαιδευτική ή επαγγελματική ανέλιξη, είναι ένα στοιχείο που συνθέτει το προφίλ των ανήλικων παραβατών και οφείλουμε να δώσουμε μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτή την καίρια πτυχή του θέματος. Στο σημείο αυτό η εφαρμογή προγραμμάτων, καταρτισμένων από την επιστημονική κοινότητα σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας, μπορεί θεωρώ να επιφέρει πολύ θετικά αποτελέσματα. Σας παραπέμπω ενδεικτικά σε ένα καινοτόμο πρόγραμμα διαχείρισης θυμού που είχαμε παρουσιάσει στο πλαίσιο της αρθρογραφίας Διαχείριση θυμού: Μια καινοτόμος ψυχοεκπαιδευτική παρέμβαση πρόληψης – Postmodern

  1. Ας περάσουμε τώρα από το «τι κάνουν» στο «τι θα έπρεπε να κάνουν». Ποια είναι η ιδανική αντιμετώπιση των παιδιών-παραβατών;

Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό να αναδείξουμε πολλά και σημαντικά στοιχεία. Αλλά αυτό ας αποτελέσει το αντικείμενο διερεύνησης μίας δημόσιας συζήτησης που ελπίζω ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε στο μέλλον. Θα περιοριστώ εδώ να τονίσω τον καθοριστικό ρόλο της πρόληψης. Όσον αφορά ειδικά την πρόληψη της παραβατικότητας των ανήλικων, δύο είναι τα βασικά πορίσματα που έχουν προκύψει από πολλές επιστημονικές μελέτες: Πρώτον, ότι οι διαπιστούμενες πράξεις της παραβατικότητας ανηλίκων εμφανίζουν αξιοσημείωτη έξαρση στην ακμή της εφηβείας (περί τα 14–16 έτη), στη συνέχεια όμως σημειώνουν κατά κανόνα εντυπωσιακή ύφεση, λαμβάνοντας περιστασιακό χαρακτήρα και δεύτερον, ότι οι σοβαρού χαρακτήρα διαπιστούμενες πράξεις παραβατικότητας ανηλίκων διαπράττονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από ένα συγκριτικά ολιγάριθμο ποσοστό νεαρών ατόμων, που συνήθως προέρχονται από οικογένειες που χαρακτηρίζονται «δυσλειτουργικές». Μάλιστα, η ύφεση αυτή είναι στους αρχάριους δράστες τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη είναι η αντιμετώπιση από την Πολιτεία των αξιόποινων πράξεών τους με τρόπο στιγματιστικό για την τιμή και την προσωπικότητά τους. Τα δύο αυτά πορίσματα θεωρούνται εξαιρετικά χρήσιμα για την ενίσχυση της πρόληψης σε πολλά μάλιστα επίπεδα.[5] Άρα, ας δώσουμε όλοι μας βαρύτητα στην πρόληψη και βέβαια στην ενημέρωση, στην αφύπνιση και ευαισθητοποίηση.

  1. Ας μείνουμε λίγο στο περιστατικό με τον ξυλοδαρμό του σταθμάρχη από δυο ανήλικα παιδιά και στη στάση της οικογένειάς τους. Θα ήθελα το σχόλιό σου.

Θα σας μιλήσω γενικά και όχι ειδικά. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό οι οικογένειες να στηρίζουν τα παιδιά τους, να είναι δίπλα τους με έναν τρόπο ασφαλώς ουσιαστικό για να μπορέσουν να τα βοηθήσουν πραγματικά. Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα έλεγα ότι ίσως και οι ίδιες οι οικογένειες χρειάζεται να ζητήσουν βοήθεια για το πώς θα στηρίξουν τα παιδιά τους.  Σκόπιμη τέλος είναι, κατά την άποψή μου, η αποφυγή της υπερ-έκθεσης των οικογενειών στα ΜΜΕ.

  1. Τα παιδιά που παραβατούν θα μπορέσουν ποτέ να ενταχθούν στην κοινωνία ή είναιa priori καταδικασμένα να ζουν στην παρανομία;

Εάν θεωρούσα «χαμένη υπόθεση» τους ανήλικους παραβάτες, ίσως να μην είχα αυτή την τόσο έντονη ενασχόληση με το θέμα. Προσωπικά πιστεύω πολύ στη νέα γενιά και αυτή η πίστη μου δίνει δύναμη να εστιάσω το ενδιαφέρον μου, ως ερευνήτρια και ως εκπαιδευτικός, στην ανηλικότητα και στη νεότητα. Τα φωτεινά παραδείγματα κάποιων νέων που βρέθηκαν στους δρόμους της παρανομίας αλλά κατάφεραν να επανενταχθούν στην κοινωνία ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή τους αποδεικνύουν ότι μπορούν να βοηθηθούν ανήλικοι παραβάτες. Πάλι ενδεικτικά σας παραπέμπω στο θέμα μας Rokas Balbieris: Από το σκοτάδι των φυλακών στο φως της ζωής – Postmodern

Είναι άλλωστε και ζητούμενο του νομικού μας πολιτισμού η κοινωνική ενσωμάτωση και γι’ αυτό στη χώρα μας ο νομοθέτης εξαντλεί την επιείκεια του στον ανήλικο παραβάτη, επιβάλλοντάς του πρωτίστως αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα. H έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας» στον ανήλικο παραβάτη είναι ουσιαστική Η έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας» στον ανήλικο παραβάτη – Postmodern

Το ζήτημα όμως είναι πώς θα κάνουμε την εξαίρεση κανόνα. Να δούμε στην πράξη, πώς θα μπορέσουν, για παράδειγμα, οι νέοι άνθρωποι που θα αποφυλακιστούν, να μην υποτροπιάσουν και να κάνουν μία νέα αρχή στη ζωή τους. Ας μην ξεχνάμε το σοβαρό θέμα της υποτροπής που είναι ένα «μεγάλο αγκάθι» για τις κοινωνίες. Εδώ σαφώς χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα και γι’ αυτό η έννοια της πρόληψης είναι καίριας σημασίας στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής. Να προλάβουμε τα παιδιά!

Εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας επίσης πώς ο ανήλικος παραβάτης δεν θα κάνει ως ενήλικος τη χαρακτηριζόμενη «εγκληματική καριέρα» και γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο μη στιγματισμός των ανήλικων παραβατών αλλά και η ολοκληρωμένη και συστηματική δουλειά που χρειάζεται να γίνεται με τους ανήλικους παραβάτες.

  1. Τι θα συμβούλευες τους γονείς εφήβων; Πώς να προστατεύσουν τα παιδιά τους και από το να γίνουν θύτες και από το να γίνουν θύματα; Γιατί προφανώς η λύση δεν είναι ότι κλειδώνουμε το παιδί μας στο σπίτι μέχρι να ενηλικιωθεί, μπας και κινδυνεύσει;

Οι γονείς ας είμαστε κοντά στα παιδιά μας, θεμελιώνοντας μία ουσιαστική επικοινωνία κι ας αναζητήσουμε έγκαιρα επιστημονική βοήθεια σε καταστάσεις που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε και νιώθουμε ότι ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας, χωρίς να αισθανόμαστε φόβο και ντροπή για την αδυναμία μας να διαχειριστούμε αυτές τις καταστάσεις και τα συναισθήματα που μας δημιουργούν. Ας ζητήσουμε επίσης τη συμβολή των εκπαιδευτικών που μπορούν να διαδραματίσουν έναν θετικό ρόλο στην επικοινωνία τους με τη μαθητική κοινότητα. Η επικοινωνία των οικογενειών με την εκπαιδευτική κοινότητα και η αγαστή μεταξύ τους συνεργασία είναι πολύ σημαντική, κατά την άποψή μου.

Αναμφίβολα, η εφηβεία είναι μία πολύ δύσκολη περίοδος, όπου ο νέος/ η νέα έχει τις δικές του/ της αναζητήσεις, θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί και να δοκιμάσει τα όρια του. Ένα υποστηρικτικό όμως οικογενειακό περιβάλλον που θα έχει μεριμνήσει να δώσει αξίες ζωής στον ανήλικο και που θα στέκεται δίπλα του, έστω και μέσα από την «απόσταση» που έχει ανάγκη το κάθε παιδί, είναι εξαιρετικά σημαντικό και πολύτιμο. Ακόμη, θα πρόσθετα ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα παιδιά μας έχουν ανάγκη από όρια και επίβλεψη. Εάν τα αφήσουμε ανεξέλεγκτα και ασύδοτα, τα παιδιά μπορεί να αναζητήσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον που επιθυμούν σε αδιέξοδους δρόμους.

Οι γονείς να έχουν μία συνεπή συμπεριφορά, να ακούνε με προσοχή τα παιδιά τους και να δείχνουν ουσιαστικό ενδιαφέρον για την κάλυψη των συναισθηματικών αναγκών τους, αποφεύγοντας ασυνεπείς, υπερβολικά αυστηρές ή υπερβολικά χαλαρές συμπεριφορές. Τέλος, εάν θέλετε να σας καταθέσω και τη δική μου  ερευνητική εμπειρία, οι ανήλικοι παραβάτες σε πολλές περιπτώσεις είναι «τραυματισμένα» παιδιά τα οποία «κραυγάζουν» για βοήθεια και αναζητούν την αγάπη και το ουσιαστικό ενδιαφέρον που δεν βρήκαν στην οικογένεια, στο σχολείο, στη γειτονιά… Αυτό δεν μειώνει τη βαρύτητα των πράξεών τους ασφαλώς, αλλά φέρνει στο φως την αναγκαιότητα αποτελεσματικής  και ολιστικής αντιμετώπισης του φαινομένου.

Το θέμα που ανοίγουμε είναι, όπως διαπιστώνετε, πολύ μεγάλο και σύνθετο στην προσέγγισή του. Θίξαμε ορισμένες μόνο πτυχές του και ελπίζω ότι θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας στο προσεχές χρονικό διάστημα.

[1] Ο ορισμός αντλείται από το Legal Dictionary διαδικτυακά URL: https://legaldictionary.net/juvenile-delinquency/ στις 23-8-2015. Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 12-11-2019.
[2] Κυριακοπούλου, Ο. (2018) «Ανήλικος» στο Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ. Αθήνα: Τόπος, σ.48.
[3] Βλ. σχετικά Άρθρο 121 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Ορισμός | Νομοθεσία | Lawspot  Σημειώσεις επί του νόμου: Ο νέος Ποινικός Κώδικας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον Ν. 4619/2019, με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιουλίου 2019.Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 20-11-2019.
[4] Κουράκης, Ν. (2013) Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων: Ποινική και Εγκληματολογική Προσέγγιση. 2η εκδ. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, σσ. 3-5.
[5] Κουράκης, Ν. (2013) Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων: Ποινική και Εγκληματολογική Προσέγγιση. 2η εκδ. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, σσ. 595-597. 

 talcmag.gr 

Σχετικά Άρθρα