Είναι παράνομη η δημοσίευση μιας φωτογραφίας ή ενός βίντεο, άνευ της αδείας του εμφανιζόμενου στο μέσο αυτό, προσώπου;
Ας ξεκινήσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι του πλέγματος νόμων που προστατεύουν τα προσωπικά δεδομένα, σε μια προσπάθεια απάντησης των ανωτέρω ερωτήσεων.
Με τα άρθρα 57-59 ΑΚ προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας του ατόμου, το οποίο αποτελεί πλέγμα εννόμων αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο. Τέτοια έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας είναι, μεταξύ άλλων, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου, τα οποία δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιοσδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας, να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας.
Προσβολή της προσωπικότητας ενέχει κάθε πράξη τρίτου προσώπου με την οποία διαταράσσεται κατά το χρόνο της προσβολής η υπάρχουσα κατάσταση ως προς τις διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητας. Περαιτέρω, η εικόνα του προσώπου, άλλως το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας, που αποτελεί έκφανση της προσωπικότητας, προστατεύεται απόλυτα. Το άτομο εμφανίζεται δημόσια μόνον όταν και όπου θέλει, έτσι και η εικόνα του δεν ανήκει στο κοινό αλλά μόνο στο πρόσωπο το οποίο την παριστάνει. Κατ` αρχήν, δεν επιτρέπεται η λήψη της εικόνας ενός προσώπου (φωτογράφηση, κινηματογράφηση, προβολή), η παρουσίαση της φωτογραφίας του σε τρίτους και η αναπαραγωγή ή η διάθεση της στο κοινό είτε με έκθεση σε κοινή θέα. Μόνη η αποτύπωση ή εμφάνιση ή προβολή της εικόνας κάποιου, χωρίς τη συναίνεση του, προσβάλλει αυτοτελώς την προσωπικότητα του, δηλαδή το δικαίωμα του επί της ίδιας της εικόνας και δεν απαιτείται να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητας του εικονιζόμενου, όπως η τιμή του με την κατά μειωτικό τρόπο εμφάνιση της φυσιογνωμίας του ή το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής του με την εμφάνιση σκηνών απ’ αυτήν.
Αν συμβεί και το εικονιζόμενο πρόσωπο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, με την αποκάλυψη στοιχείων της, όπως η κατάσταση της υγείας του, ή που μειώνουν την υπόληψή του, όπως όταν συνοδεύεται με δυσμενείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή συμπεράσματα, που είναι αληθή μεν αλλά ελλιπή και έχουν σχέση με την προσωπική κατάσταση του εικονιζόμενου, δημιουργούν δε εσφαλμένες εντυπώσεις και αρνητικό κλίμα εις Βάρος του, τότε προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητάς του (εικόνα, απόρρητο ιδιωτικού βίου, υπόληψη) και η προσβολή είναι σημαντικότερη. (ΑΠ 195/2007 Νόμος, ΑΠ 1010/2002, ΕλλΔ/νη 2003/1357, ΑΠ 411/2002, ΕλλΔ/νη 2002/1692, ΕφΑθ 2221/2006 Νόμος, ΕφΑθ 4430/2003, ΕλλΔ/νη 2003/1664).
Η εικόνα λοιπόν του προσώπου, αποτελεί προσωπικό δεδομένο και προστατεύεται απόλυτα, τόσο αστικώς όσο και ποινικώς.
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων θεσπίστηκε με τον Ν.2472/1997. Ο εν λόγω νόμος καταργήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του (πλην ελαχίστων άρθρων), από τον νεότερο Ν.4624/2019 (Νόμος GDPR), στον οποίο πέρασε η προστασία των εν λόγω εννόμων αγαθών. Με τον Ν.4624/2019 εναρμονίσθηκε η ελληνική έννομη τάξη στον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (Κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου).
Ένας εκ των στόχων του εν λόγω Κανονισμού, όπως αναφέρεται στο άρθ.1 παρ.2 είναι ότι «Ο παρών κανονισμός προστατεύει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ειδικότερα το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
Πέραν της επιβολής διοικητικών προστίμων, ο Κανονισμός δίδει στα Κράτη-μέλη, την ευχέρεια επιβολής και άλλως κυρώσεων (άρθ.84παρ.1 Κανονισμού). Βάσει αυτού του άρθρου, έχουν θεσπισθεί στο άρθ.38 Ν. 4624/2019, οι ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις του νόμου προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όπως το άρθρο αυτό παρατίθεται κατωτέρω:
«Άρθρο 38: Ποινικές κυρώσεις
1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών· β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
3. Εάν η πράξη της παραγράφου 2 αφορά ειδικών κατηγοριών δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 9 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ ή δεδομένα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή τα σχετικά με αυτά μέτρα ασφαλείας του άρθρου 10 του ΓΚΠΔ, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, εάν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.
5. Εάν από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως και 3 προκλήθηκε κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική ασφάλεια, επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
6. Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.»
Στην παράγραφο 1 τυποποιούνται σε αυτοτελή ποινικά αδικήματα (με επαπειλούμενη την ποινή της φυλάκισης μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη πράξη) η χωρίς δικαίωμα “εισβολή-εισχώρηση – επέμβαση” από έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης (που τηρούνται είτε σε ηλεκτρονική μορφή είτε με χειρόγραφο τρόπο) δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Στις παραγράφους 2 (με επαπειλούμενη την ποινή της φυλάκισης, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη πράξη) και 3 (με επαπειλούμενη την ποινή της φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματικής ποινής έως 100.000 ευρώ, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη πράξη) η χωρίς δικαίωμα “χρήση” από τον αποκτώντα σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του περιεχομένου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η “χρήση” του περιεχομένου των εν λόγω δεδομένων μπορεί να λάβει χώρα με τη χρησιμοποίησή τους, την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο μετάδοσή τους, διάδοση ή κοινολόγησή τους κ.λπ.
Τα εγκλήματα που περιγράφονται στην παράγραφο 2 και 3, συνιστούν “εγκλήματα χρήσης” και μάλιστα λόγω της έντασης της βλάβης που προκαλείται με την τέλεσή τους στο έννομο αγαθό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου συνθέτουν διακεκριμένες μορφές του βασικού εγκλήματος της παραγράφου 1 περίπτωση α΄ και για τον λόγο αυτό τιμωρούνται με αυστηρότερες ποινές.
Μάλιστα, στην παράγραφο 3, το περιεχόμενο του αδίκου περιλαμβάνει τη “χρήση” ιδιαίτερων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 9 ΓΚΠΔ) σύμφωνα με το οποίο: «Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό». Προκύπτει ότι τα εν λόγω προσωπικά δικαιώματα είναι εκ της φύσης τους ιδιαιτέρως ευαίσθητα για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες του ατόμου και για τον λόγο αυτό καθίσταται αναγκαία η πρόβλεψη αυστηρότερης ποινής σε σύγκριση με την ποινή που προβλέπεται στις υπόλοιπες πλημμεληματικές περιπτώσεις του εν λόγω αδικήματος.
Δέον όπως ειπωθεί στο σημείο αυτό ότι ακόμα και οι ανωτέρω αναφερόμενες απειλουμένες ποινές, καθίστανται ακόμα ευνοϊκότερες από το άρθ.463 παρ.2 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «Όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος κώδικα». Κάτι που σημαίνει ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές, μπορούν να τιμωρηθούν και μόνο με χρηματική ποινή, γεγονός που μειώνει αισθητά την γενική αλλά και την ειδική πρόληψη των απειλουμένων ποινών.
Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρούνταν ο υπαίτιος των κακουργηματικών πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, εάν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 463ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθ. 83 περ.γ ΠΚ, επιβάλλεται μειωμένη ποινή από 1 χρόνο φυλάκισης έως 6 χρόνια κάθειρξης,. Καθιστώντας την τιμώρηση της κακουργηματικής φύσης του εν λόγω αδικήματος, στην ουσία ως πλημμεληματική. Ελαττώνοντας ακόμα περισσότερο τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων.
Μια ένσταση του γράφοντος, έχει να κάνει με την προϋπόθεση της οικονομικής ζημίας άνω των 120.000€ για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής περίστασης του άρθ.4 Ν.4624/2019. Κι αυτό γιατί αν και στο εν λόγω άρθρο διαφαίνεται η πιθανότητα άσκησης της κακουργηματικής δίωξης ανεξαρτήτως οικονομικών κριτηρίων στο σημείο όπου αναφέρεται «ή να βλάψει άλλον», εν τούτοις η πιθανότητα αυτή καταρρίπτεται στην αμέσως επόμενη λέξη του εν λόγω άρθρου, αφού εκτός του περιουσιακού οφέλους ή περιουσιακής ζημίας ή βλάβης άλλου, απαιτείται το ποσό αυτών να υπερβαίνει το ποσό των 120.000€.
Γνώμη του γράφοντος είναι ότι η προϋπόθεση του ποσοτικού κριτηρίου των 120.000€, για την άσκηση κακουργηματικής δίωξης, δεν αποδίδει στην πράξη της διάδοσης προσωπικών δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή του προσώπου, την απαξία που της αρμόζει. Γιατί αφορά ένα από τα πιο προσωπικά στοιχεία ενός φυσικού προσώπου μετά την δημοσίευση των οποίων, η βλάβη που επέρχεται στο εν λόγω πρόσωπο είναι ανυπολόγιστης αξίας. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι η κακουργηματική δίωξη θα έπρεπε να αφορά όλα τα ιδιαίτερα προσωπικά δεδομένα που προβλέπονται στο άρθ.38 παρ.3Ν. 4624/2019 και στο άρθ.9 του ΓΚΠΔ, άνευ ποσοτικού κριτηρίου. Ειδικά από την στιγμή που τέθηκε σε εφαρμογή το άρθ.463ΠΚ το οποίο μειώνει την αρχικά απειλουμένη ποινή.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για αδικήματα τα οποία διώκονται αυτεπαγγέλτως, δηλαδή για την ποινική δίωξη δεν απαιτείται η καταγγελία-έγκληση του παθόντος, αλλά αρκεί η καταγγελία οιουδήποτε τρίτου. Βέβαια ο τρίτος καταγγέλλων, θα πρέπει να τελεί σε γνώση του γεγονότος ότι το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ο παθών) δεν έχει δώσει τη συγκατάθεση του για την επεξεργασία-κοινολόγηση των προσωπικών του δεδομένων.
Επίσης, να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι οι διατάξεις του άρθ. 38 παρ. 1 και 2 του Ν. 4624/2019 είναι ευμενέστερες εν συγκρίσει με τις αντίστοιχες του ήδη καταργηθέντος Ν. 2472/1997, αφού αφενός μεν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 38 για την αποθήκευση προσωπικών δεδομένων προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως ένα έτος, αφετέρου δε σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 38 προστίθεται στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος η απόκτηση των δεδομένων με επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης από τον υπαίτιο και με προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής από δέκα ημέρες έως πέντε έτη.
Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω αναφερομένων παράνομων συμπεριφορών που τιμωρούνται με τον εν λόγω νόμο, χρειάζεται να αναλύσουμε και τους ειδικούς όρους που χρησιμοποιούνται στον εν λόγω νόμο.
Έτσι, ως «δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»). Ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως σε όνομα, σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου.
Ως «υποκείμενο των δεδομένων», νοείται το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως Βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική,
Ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή.
Ως «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), νοείται κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια.
Ως «συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, νοείται κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και με πλήρη επίγνωση, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.
Στα προσωπικά δεδομένα εντάσσονται και οι φωτογραφίες ή τα βίντεο ενός προσώπου, οι δημοσιεύσεις δε τέτοιων φωτογραφιών ή βίντεο στο διαδίκτυο, δηλαδή με ανάρτηση τους σε διαδικτυακούς τόπους (όπως στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης – διαδικτυακό τόπο επικοινωνίας «Facebook» ή σε άλλες ιστοσελίδες), συνιστούν ιδιαίτερες και διακριτές μορφές επεξεργασίας και δη αυτών της «καταχώρισης», της «χρήσης», της «διάδοσης» και της «κοινολόγησης» προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου που η φωτογραφία ή το βίντεο αφορά.
Εξάλλου, και όσον αφορά στο ερώτημα που απασχόλησε τη νομολογία, αν μέσω της δημοσίευσης προσωπικών δεδομένων σε διαδικτυακούς τόπους, υπάρχει επεξεργασία (διάδοση) των δεδομένων αυτών, έχει κριθεί σχετικώς ότι η έννοια της επεξεργασίας τέτοιων δεδομένων περιλαμβάνει κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καθώς και ότι η εργασία που συνίσταται στην αναγραφή σε ιστοσελίδα του διαδικτύου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί τέτοια επεξεργασία και μάλιστα αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει. Ειδικώς για το θέμα του αυτοματοποιημένου ή μη της επεξεργασίας σ` αυτήν την περίπτωση, πρέπει να τονιστεί ότι η αναγραφή στοιχείων σε ιστοσελίδα του διαδικτύου προϋποθέτει, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες σήμερα τεχνικές και μηχανογραφικές διαδικασίες, την εκτέλεση μιας εργασίας τοποθετήσεως της σελίδας αυτής σε ένα διακομιστή του διαδικτύου (server), καθώς και τις αναγκαίες εργασίες για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στη σελίδα αυτή τα πρόσωπα που συνδέονται με το διαδίκτυο, οπότε οι εργασίες αυτές πραγματοποιούνται, τουλάχιστον εν μέρει, κατά τρόπο αυτοματοποιημένο (ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 2638/2008, ΑΠ 2079/2007 ΝΟΜΟΣ, Αποφ. Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα 73/2013, 44/2009 και 17/2008).
Ομοίως, ενόψει των τεχνικών μεθόδων που ακολουθούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η καταχώρηση και δημοσίευση/διάδοση των δεδομένων αυτών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνιστά επεξεργασία εν μέρει αυτοματοποιημένη, ο δε χρήστης αναλαμβάνει την ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεδομένων, ο οποίος αποκαλύπτει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε έναν άλλο υπεύθυνο επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή την υπηρεσία κοινωνικής δικτύωσης και σε τρίτους, δηλαδή σε άλλους χρήστες της εν λόγω υπηρεσίας ή ενδεχομένως ακόμα και σε άλλους υπεύθυνους επεξεργασίας δεδομένων με πρόσβαση στο διαδίκτυο (βλ. σχετ. Αποφ. Α.Π.Δ.Π.Χ. 17/2016 ΝΟΜΟΣ).
Σε περίπτωση δε παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων, ιδρύεται ευθύνη τόσο αστικής όσο και ποινικής φύσης και τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 932 ΑΚ καθώς και ποινική διάταξη του άρθ.38 Ν.4624/2019 (ΑΠ 513/2020, ΑΠ813/2020).
Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει του προρρηθέντος σκοπού που επιτελεί η εν λόγω ρύθμιση, στις περιπτώσεις που η προσβολή λαμβάνει χώρα μέσω ηλεκτρονικής ιστοσελίδας ή ακόμα και μέσω προσωπικού λογαριασμού που τηρείται σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, όταν μάλιστα αυτή (η προσβολή) προέρχεται από τον ίδιο το χρήστη και διαχειριστή της ιστοσελίδας ή του λογαριασμού, τότε αυτός εξομοιώνεται με τον ιδιοκτήτη του εντύπου (ΠΠρΑθ 3920/2017 αδημ.). Την εν λόγω θέση ακολουθεί και η πρόσφατη Νομολογία των αστικών μας Δικαστηρίων (ΠΠρΑθ 3845/ 2020).
Από το σύνολο των ανωτέρω, προκύπτει ότι υπάρχει σε ισχύ ένα πλήρες πλέγμα διατάξεων προστασίας των προσωπικών δεδομένων, του οποίου όμως ο αποτρεπτικός χαρακτήρας έχει αδυνατίσει από την εφαρμογή του άρθρου 463ΠΚ.
Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ανάλογα με την κρινόμενη περίπτωση, το ανωτέρω άρθρο επισύρει ποινή φυλάκισης είτε επιβολή χρηματικής ποινής για την τέλεση των πλημμελημάτων του εν λόγω άρθρου. Στην περίπτωση της κακουργηματικής φύσης, αντί της κάθειρξης έως δέκα ετών, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης ενός έτους έως ποινή κάθειρξης έξι ετών.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αξιόποινη πράξη της «εκδικητικής πορνογραφίας» πλην της διακεκριμένης μορφής της, αντιμετωπίζεται από το νόμο ως πλημμέλημα, ενώ το γεγονός ότι αντιμετωπίζεται από ειδική ποινική διάταξη, η οποία προσθέτει διαζευκτικά στην ποινή φυλάκισης την χρηματική ποινή, καθιστά την τιμωρία του δράστη αρκετά ευνοϊκή για τον ίδιο και αποδυναμώνεται αισθητά ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της.
Αν αναλογιστεί κανείς τις μη ιδιαίτερα επιβλαβείς συνέπειες που επιφυλάσσει ο νόμος για τον δράστη της «εκδικητικής ή μη συναινετικής πορνογραφίας» σε σχέση με τις δυσβάσταχτες συνέπειες που επέρχονται στη ζωή του θύματος, τότε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αξιόποινη πράξη της «εκδικητικής ή μη συναινετικής πορνογραφίας» θα έπρεπε να διαλαμβάνεται από τον νόμο ως έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και να τιμωρείται ως αυτοτελές αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα, όπως η παιδική πορνογραφία και όχι ως αξιόποινη πράξη στο πλαίσιο της ειδικής ποινικής διάταξης του νόμου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθ.38 Ν.4624/2019), ώστε να μη χωρούν οι ευμενέστερες διατάξεις της διαζευκτικής χρηματικής ποινής.
Όσον αφορά την αυστηροποίηση της διάταξης του άρθ.38παρ.3 Ν.4624/2019, θεωρούμε ότι από μόνη της δεν αρκεί, όμως θα είναι ένα βήμα που θα ενισχύσει την γενικο-προληπτική λειτουργία της απειλουμένης ποινής.
Ακόμα όμως κι αν η αυστηροποίηση δεν επέλθει, θα πρέπει σίγουρα να δημιουργηθούν μηχανισμοί αντιμετώπισης της παράνομης επεξεργασίας, όπως μηχανισμοί με τους οποίους θα παύεται η εν λόγω παράνομη επεξεργασία (διάδοση κλπ.) για να μην έχουμε περιπτώσεις στις οποίες έχει ασκηθεί από χρόνια ποινική δίωξη για παρανόμως αναρτηθέν βίντεο, το οποίο βίντεο συνεχίζει να είναι προσβάσιμο σε όλους. Με τον τρόπο, ήτοι την επιβολή ή απειλή ποινής και μόνο, δεν προστατεύεται συνολικώς το έννομο αγαθό του προσώπου, του οποίου η προσωπικότητα συνεχίζει να βλάπτεται μέσω της συνεχιζόμενης διάθεσης των επίδικων προσωπικών δεδομένων σε τρίτους.
Αντί επιλόγου, σε μια προσπάθεια απλούστευσης των ανωτέρω, αυτό το οποίο προκύπτει είναι ότι πρώτον, στα πλαίσια της κοινωνικής μας ενασχόλησης εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και όχι μόνο, θα πρέπει όλοι μας να δρούμε και να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο σεβασμό που θα συμπεριφερόμασταν εάν είχαμε απέναντι μας το εν λόγω πρόσωπο και όχι με την ψευδαίσθηση ανοχής που μας δίνει η οθόνη του υπολογιστή μας ή του κινητού μας.
Και τέλος, θεωρούμε ότι λόγω των δυσβάσταχτων συνεπειών που επέρχονται στη ζωή του θύματος από την τέλεση των εν λόγω αδικημάτων, και ειδικότερα της εκδικητικής ή μη συναινετικής πορνογραφίας, σε συνδυασμό με την ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάσσει στους δράστες η μεταβατική διάταξη του άρθ. 463ΠΚ και το γεγονός ότι το επίμαχο υλικό μπορεί ακόμα να διαδίδεται και να κυκλοφορεί, εγκαθιδρύεται μια αίσθηση ατιμωρησίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με την έννομη τάξη. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η θέσπιση της «εκδικητικής ή μη συναινετικής πορνογραφίας» ως αυτοτελούς αδικήματος στον Ποινικό Κώδικα, ώστε να προφυλάσσεται αποτελεσματικώς αυτό το τόσο σημαντικό έννομο αγαθό και να μην επιφυλάσσεται ευνοϊκή μεταχείριση στους δράστες.