Έχουν περάσει 50 χρόνια από τις ημέρες του Νοεμβρίου του 1973, που καταγράφηκαν στη χώρας μας σαν μια ένδοξη σελίδα στην ιστορία, ηεξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου κατά της χούντας.
Οι εικόνες των τανκς μπροστά από την πύλη του ιστορικού ιδρύματος στην Πατησίων είναι η στιγμή που εικονοποιεί την αιματηρή καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης.
Το 2019, ο αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Δημήτρης Π.Σωτηρόπουλος, είχε γράψει ένα σπουδαίο κείμενο στην Καθημερινή για το θέμα και σήμερα το αναδημοσιεύουμε σε μια προσπάθεια να φωτίσουμε με την μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα τα όσα έγιναν εκείνες τις ημέρες.
1973: Μια χρονιά κομβική
Το 1973 αποτελεί χρονιά κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του δικτατορικού καθεστώτος που είχε επιβληθεί στη χώρα. Κομβικής, τόσο για τις εσωτερικές αντιφάσεις του όσο και για τους εξωτερικούς παράγοντες της αμφισβήτησής του που είχαν αρχίσει εφεξής να ξεπροβάλλουν πιο ευδιάκριτοι. Ηδη αρκετά νωρίτερα, η συλλογική καθοδήγηση της «επανάστασης» από τους απριλιανούς χουντικούς είχε υποχωρήσει έναντι της αρχής του ενός, που ήταν εκείνη του Γεώργιου Παπαδόπουλου.
Φωνές ενδοκαθεστωτικής αμφισβήτησης από τους σκληροπυρηνικούς είχαν περιθωριοποιηθεί προσώρας, ενώ ο ισχυρός διοικητής της ΕΣΑ, Δ. Ιωαννίδης είχε επιλέξει να παράσχει τη στήριξή του στον επικεφαλής των πρωταιτίων, διατηρώντας πάντως αυτονομία στις κινήσεις του, χάρη στον έλεγχο ενός κρίσιμου εργαλείου καταστολής όπως η Στρατιωτική Αστυνομία.
Οι ιέρακες όμως του στρατοκρατικού καθεστώτος κρατούσαν στάση αναμονής, γι’ αυτό και η περαιτέρω εδραίωση της προσωποπαγούς εξουσίας του Παπαδόπουλου, περνούσε αναγκαστικά μέσα από τη σταδιακή πολιτικοποίηση-«φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος.
Το καθεστώς δεν μπορούσε μεν να παραμένει στρατοκρατικό στο διηνεκές αλλά από την άλλη τα όποια ανοίγματα θα ενίσχυαν τις φωνές της αμφισβήτησης, τόσο εκείνων των καθεστωτικών που θεωρούσαν ότι έτσι νοθευόταν η καθαρότητα της «επανάστασης» όσο κι εκείνων στην κοινωνία και στο παλαιό πολιτικό σύστημα που είχαν περάσει από την ανοχή και την παθητική αναμονή, στην όλο και μεγαλύτερη δημόσια κριτική στη χούντα.
«Φιλελευθεροποίηση» υπό αμφισβήτηση
Πράγματι, το 1973 θα ξεκινούσε με αρκετά αναπάντεχα εμπόδια στα σχέδια του δικτάτορα. Το πρώτο θα είχε να κάνει με τις δύο καταλήψεις της Νομικής της Αθήνας από 3-4.000 φοιτητές, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο (που είχαν οδηγήσει και σε αντίστοιχες κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη).
Οι καταλήψεις είχαν τερματιστεί άμεσα με την παρέμβαση του «αντιπροέδρου» Στ. Παττακού, και με την αποχώρηση των φοιτητών από το κτίριο αλλά είχαν προλάβει να λειτουργήσουν υπέρ της συγκρότησης φοιτητικού κινήματος και υπέρ της μαζικοποίησής του, υπό τον έλεγχο μάλιστα της Αριστεράς.
Το κλίμα θα άλλαζε έπειτα από αυτό, όχι μόνο στα πανεπιστήμια αλλά και μεταξύ του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου που έβλεπε πλέον πιο καθαρά τις ευκαιρίες που δημιουργούνταν για μεγαλύτερη απονομιμοποίηση της χούντας.
Μάλιστα, τον Απρίλιο του ίδιου έτους θα ακολουθούσε νέα δημόσια παρέμβαση του Καραμανλή, με συνέντευξή του από το Παρίσι, στις εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη», όπου θα δήλωνε ευθέως ότι οι δικτάτορες δεν είχαν σκοπό να αποκαταστήσουν τις ελευθερίες, και ότι ενέπαιζαν τον λαό.
Πρότεινε δε την επιστροφή του βασιλιά και τη συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης με έκτακτες εξουσίες, η οποία και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις επιστροφής στη δημοκρατική ομαλότητα.
Η συνέντευξη θα προκαλούσε μεγάλη αίσθηση (το καθεστώς θα μάζευε τα φύλλα των δύο εφημερίδων που όμως είχαν προλάβει ήδη να κυκλοφορήσουν), καθώς ήταν η πρώτη φορά που ετίθετο δημόσια, και μάλιστα από τον πιο προβεβλημένο πολιτικό της προδικτατορικής περιόδου, το ζήτημα της μετάβασης στη δημοκρατία.
Ακόμη μεγαλύτερη πίεση, όμως, θα ασκούσε στο καθεστώς το κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό που θα ξεσπούσε λίγο μετά, στις 22 Μαΐου, με πάνω από εκατό μυημένους αξιωματικούς, έχοντας και τη στήριξη του Ευ. Αβέρωφ και επιφανών επιχειρηματιών όπως ο Χρ. Στράτος.
Παρότι το κίνημα γρήγορα θα προδιδόταν, και οι πρωτεργάτες του θα συλλαμβάνονταν (πλην του αντιτορπιλικού «Βέλος», υπό τον πλωτάρχη Ν. Παππά, που θα ζητούσε άσυλο στην Ιταλία), η εξέλιξη αυτή θα έδειχνε ότι η αμφισβήτηση επωαζόταν ακόμη και στις ίδιες τις Ενοπλες Δυνάμεις και μάλιστα στην πιο «αριστοκρατική» εκδοχή τους.
Τα δε σκληρά βασανιστήρια που θα υφίσταντο εν συνεχεία ορισμένοι εκ των συλληφθέντων αξιωματικών από συναδέλφους τους στην ΕΑΤ-ΕΣΑ θα εξόργιζε τον αστικό κόσμο στον οποίο ανήκαν οι περισσότεροι του Πολεμικού Ναυτικού, και θα αποκάλυπταν ότι το καθεστώς δεν είχε καμία πρόθεση να φιλελευθεροποιηθεί επί της ουσίας.
Ετσι κι αλλιώς, την ίδια περίοδο, η ΕΣΑ θα προχωρούσε και σε μαζικές συλλήψεις φοιτητών, κυρίως για λόγους εκφοβισμού και χωρίς συγκεκριμένες κατηγορίες, γεμίζοντας τα κρατητήρια και τις φυλακές.
Το σχέδιο Παπαδόπουλου
Παραλλήλως, με την έξαρση του κλίματος αμφισβήτησης, o Παπαδόπουλος επεξεργαζόταν το σχέδιο πολιτικοποίησης του καθεστώτος του. Πρώτα και κύρια, εκμεταλλευόμενος το κίνημα του Ναυτικού, θα έβρισκε την ευκαιρία, την 1η Ιουνίου, να κηρύξει κι επίσημα έκπτωτο τον βασιλιά Κωνσταντίνο, κατηγορώντας τον ότι βρισκόταν πίσω από το κίνημα (ήταν όντως ενήμερος).
Η κατάργηση της μοναρχίας θα γινόταν και θεσμικά με το «δημοψήφισμα» της 29ης Ιουλίου το οποίο εγκαθίδρυε ένα υποτιθέμενο ημιπροεδρικό καθεστώς, με τον Παπαδόπουλο να καταλαμβάνει ο ίδιος το ύπατο αξίωμα, στις 19 Αυγούστου.
Η επόμενη κίνησή του ήταν να ορκίσει μια δοτή, αμιγώς πολιτική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σπ. Μαρκεζίνη, με αποστολή να οδηγήσει τη χώρα στις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά το 1964.
Ενδιαμέσως ο μονοκράτορας είχε φροντίσει να ικανοποιήσει πολλά από τα σπουδαστικά αιτήματα των φοιτητών προκειμένου να κερδίσει την ανοχή τους. Δεν μπορούσε, ωστόσο, να υπολογίσει την πετρελαϊκή κρίση που θα ξεσπούσε τον Οκτώβριο, επιδεινώνοντας αμέσως τις προοπτικές τής μέχρι τότε καλπάζουσας ελληνικής οικονομίας και στερώντας το καθεστώς από τις δυνατότητες παροχολογίας που διέθετε τα προηγούμενα χρόνια.
Τριήμερη κατάληψη με αιματηρό τέλος
Η πολιτικοποίηση έθετε βεβαίως καίρια διλήμματα στον αντικαθεστωτικό πολιτικό κόσμο, με το κυριότερο την συμμετοχή του ή όχι στις επερχόμενες εκλογές. Το φοιτητικό κίνημα πάντως, μετά τις πρόσφατες επιτυχίες του, δεν έδειχνε διάθεση κατευνασμού, κι αναζητούσε τη νέα στρατηγική του απέναντι στα ανοίγματα του καθεστώτος, χωρίς να ομονοούν όλες οι ομάδες επ’ αυτού.
Η ριζοσπαστικοποίησή τους τροφοδοτείτο άλλωστε και από διεθνή γεγονότα όπως η πραξικοπηματική ανατροπή της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή από τον Πινοσέτ, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, αλλά και η αιματηρή όμως επιτυχημένη εξέγερση των φοιτητών κατά του δικτατορικού καθεστώτος στην Ταϊλάνδη, τον Οκτώβριο.
Κι ενώ στο εσωτερικό μέτωπο, όλο το προηγούμενο διάστημα, ήταν συνεχείς οι μικροσυγκρούσεις με τους ασφαλίτες, την αστυνομία ή με άλλους φιλοκαθεστωτικούς φοιτητές, βασικό ερώτημα παρέμενε κατά πόσον μια απότομη κλιμάκωση της σύγκρουσης με το καθεστώς θα εξυπηρετούσε τις μεσοπρόθεσμες επιδιώξεις του κινήματος. Από την άποψη των αμιγώς σπουδαστικών θεμάτων, το σημαντικότερο σημείο τριβής ήταν ο χρόνος διενέργειας των φοιτητικών εκλογών.
Η κατάληψη του Πολυτεχνείου στις 14 Νοεμβρίου θα ξεκινούσε πάντως από μια ανυπόστατη φήμη ότι γίνονται εκεί συγκρούσεις, οδηγώντας κάπου τριακόσιους φοιτητές να βρεθούν αμέσως στον χώρο του κτιρίου και να κλειστούν μέσα.
Χωρίς αρχικά τη συναίνεση των δύο ΚΚΕ, ο χώρος του Πολυτεχνείου θα βρισκόταν σε λίγες ώρες υπό κατάληψη, με τον πρώτο λόγο να έχουν εκείνο το πρώτο διάστημα οι αριστεριστές που φαντασιώνονταν μια επαναστατική κατάσταση.
Ωστόσο, σύντομα, η Αντί-ΕΦΕΕ και ο «Ρήγας» θα έσπευδαν να στηρίξουν το εγχείρημα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ελέγξουν τα συνθήματα και τους σκοπούς της κατάληψης.
Ετσι, στη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης που θα συγκροτούνταν, οι αριστεριστές θα ήταν μειοψηφία, ενώ ο αυτοσχέδιος ραδιοφωνικός σταθμός που εξέπεμπε από την κατάληψη προέκρινε συνθήματα που ήταν μεν σαφώς αντιχουντικά αλλά ελεγχόμενα (με αναφορές στη «λαϊκή κυριαρχία και στην εθνική ανεξαρτησία»), και σίγουρα όχι στο ελευθεριακό πνεύμα του Μάη του ’68 όπως θα το ήθελαν οι αναρχικοί καταληψίες.
Το καθεστώς και ο ίδιος ο Μαρκεζίνης, από την πλευρά τους, επέλεξαν αρχικά να τηρήσουν στάση αναμονής και αυτοσυγκράτησης. Ομως, καθώς οι συγκεντρωθέντες έξω από τον χώρο του Πολυτεχνείου άρχισαν να πληθαίνουν και κάποιοι πολιτικοί του προδικτατορικού κόσμου να βγαίνουν ανοικτά προς υποστήριξή των φοιτητών (π.χ. Π. Κανελλόπουλος), η αντιμετώπιση της κατάστασης γινόταν όλο και πιο πιεστική, ενώ η κατάληψη διένυε αισίως την τρίτη ημέρα της.
Την αποχώρηση πάντως την ήθελε και η Αντί-ΕΦΕΕ θεωρώντας ότι η παράταση της κατάστασης θα υπονόμευε το φοιτητικό κίνημα. Οι καταληψίες ήταν επ’ αυτού διχασμένοι, κάτι που αποτυπωνόταν και στη διακήρυξη-συνέντευξη της Συντονιστικής, στις 16 Νοεμβρίου, που ενώ έθετε ρητά ως σκοπό της την ανατροπή του καθεστώτος, δεν ανέφερε πώς θα γινόταν αυτό: με «επανάσταση» ή π.χ. με κυβέρνηση εθνικής ενότητας όπως πρότεινε ο «Ρήγας»;
Μυθοποίηση
Από εκεί και μετά ωστόσο, η κατάσταση θα κλιμακωνόταν επικίνδυνα, με ακροβολιστές του καθεστώτος να αρχίζουν να χτυπούν τυφλά το πλήθος έξω από την κατάληψη, σκοτώνοντας συνολικά 24 άτομα.
Τον έλεγχο θα αναλάμβανε στο εξής ο στρατός, και τα χαράματα της 17ης Νοεμβρίου, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Συντονιστική, που όμως δεν τηρήθηκαν, ένα τανκ θα παραβίαζε την πόρτα εισόδου του Πολυτεχνείου, με στρατιώτες να εκκενώνουν βιαίως τον χώρο.
Η ηθική νίκη των φοιτητών ήταν μεν αδιαμφισβήτητη καθώς είχε αποδειχθεί στην πράξη ότι η προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος ήταν απλό φύλλο συκής του αυταρχισμού του.
Ωστόσο, τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν, με πρώτο και κυριότερο την ενδοκαθεστωτική ανατροπή του Παπαδόπουλου από τους σκληροπυρηνικούς του Δ. Ιωαννίδη, στις 25 Νοεμβρίου, και φυσικά η καταστροφική διαχείριση του Κυπριακού το καλοκαίρι του 1974, θα κινούνταν σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από όσα επιδίωκαν οι καταληψίες.
H μνήμη πάντως του «Πολυτεχνείου» και της «γενιάς» του, παρότι δεν οδήγησε το ίδιο άμεσα στην πτώση της χούντας, θα αποτελούσε καταστατικό στοιχείο της συγκρότησης της μεταπολιτευτικής κουλτούρας, και η μυθοποίησή του θα παρέμενε καταλυτικής σημασίας μέχρι σήμερα.